Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιρολόι το [mirolói] Ο45 & μοιρολόγι το [mirolóji] Ο44 : θρηνητικό τραγούδι για νεκρό: Mανιάτικο ~. Kλάματα και μοιρολόγια. || (επέκτ.) κλάμα έντονο ή μακρόσυρτο ιδίως για νεκρό.
[μσν. μοιρολόγι(ο)ν < μοιρολογ(ώ) -ιον (αναδρ. σχημ.) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιρολόι το,
- βλ. μοιρολόγιον.