Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιρολόγημαν το.
-
- Θρηνητικό τραγούδι· μοιρολόι, θρήνος:
- (Καλλίμ. 1671)·
- Πλήθος το μοιρολόγημαν εις το παλάτιν μέσα. Την ξενιτειάν βρυχίζονται πώς να την υπομένουν (Ιμπ. 187).
[<μοιρολογώ + κατάλ. ‑μαν. Τ. ‑α στο Somav. και ‑(γ)εμα(ν) σήμ. ποντ.]
- Θρηνητικό τραγούδι· μοιρολόι, θρήνος: