Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνηστή
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μνηστή η [mnistí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) η αρραβωνιαστικιά.

[λόγ. < ελνστ. μνηστή (αρχ. επίθ. μνηστός, -ή `που έχει κερδηθεί ερωτικά΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μνηστή η,
βλ. μνηστός.
[Λεξικό Κριαρά]
μνηστήρ (I) ο.
  • Αυτός που έχει μνηστευθεί μια γυναίκα, αρραβωνιαστικός:
    • Ο Ιωσήφ ο μνηστήρ της Θεοτόκου (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 257r· Ελλην. νόμ. 5261). [αρχ. ουσ. μνηστήρ. Τ. ‑ήρας σήμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
μνηστήρ (II) η.
  • Μνηστή:
    • έναι η αγία Θεοτόκος μνηστήρ του Ιωσήφ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 257r).

[πιθ. ουσ. μνηστήρ ο σε χρ. από παραδρομή, αν όχι εσφαλμ. γρ. αντί μνηστή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μνηστήρας ο [mnistíras] Ο2 : 1. (λόγ.) ο αρραβωνιαστικός. 2. (μτφ.) αυτός που προβάλλει αξιώσεις για κτ., ιδίως αξίωμα, και επιδιώκει να το αποκτήσει: Οι μνηστήρες του βασιλικού θρόνου. Οι μνηστήρες της Πηνελόπης, οι άντρες που επιδίωκαν να την παντρευτούν.

[λόγ. < αρχ. μνηστήρ, αιτ. -ῆρα `κάποιος που επιδιώκει να κερδίσει μια γυναίκα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες