Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνησίκακος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μνησίκακος, επίθ.
  • Που μνησικακεί:
    • (Γλυκά, Στ. 71).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μνησικακία:
    • φεύγω το μνησίκακον ως φεύγει τις τον όφιν (Γλυκά, Στ. 556).

[αρχ. επίθ. μνησίκακος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μνησίκακος -η -ο [mnisíkakos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν ξεχνά το κακό που του έκαναν, αλλά μισεί το δράστη και επιδιώκει να τον εκδικηθεί: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι ~ σαν την καμήλα / τον ελέφαντα. || (επέκτ.): Mνησίκακη πράξη / συμπεριφορά.

[λόγ. < αρχ. μνησίκακος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες