Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνημονεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μνημονεύω [mnimonévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. κάνω λόγο, αναφέρω: ~ ένα πρόσωπο. Γεγονός που μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Hρόδοτο. 2. (εκκλ.) αναφέρω το όνομα κάποιου σε θρησκευτική δέηση: Ο παπάς μνημόνευσε τα ονόματα όλων των συγγενών, ζωντανών και νεκρών.

[λόγ.: 1: αρχ. μνημονεύω· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μνημονεύω· μνημονεύγω.
  • 1)
    • α) (Μτβ. και αμτβ.) θυμάμαι κάπ. ή κ., ανακαλώ στη μνήμη μου:
      • (Διγ. Gr. 495), (Χρον. Μορ. Ρ 8473
    • β) (μτβ. και αμτβ.) κάνω μνεία κάπ., αναφέρω:
      • (Λίμπον. 32
      • (προκ. για διήγηση):
        • (Διγ. Ζ 4086
    • γ) έχω, διατηρώ στο νου μου κάπ. ή κ., σκέφτομαι, αναλογίζομαι:
      • (Σπαν. Ο 33).
  • 2) Βάζω στο νου· σχεδιάζω:
    • την πίστιν μου διά σε ηρνησάμην και διά την αγάπην σου ήλθον εις Ρωμανίαν· συ δέ θάνατον αντ’ αυτών εμνημόνευσας (Διγ. Gr. 500).
  • 3) (Εκκλ.)
    • α1) δέομαι για την ψυχή κάπ. νεκρού (συν. σε ειδική ακολουθία ή κατά τη θεία λειτουργία):
      • εμνημονεύσαν το λαόν οπού 'χανε τελειώσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38123
    • α2) (μτβ. και αμτβ.) ενεργώ, φροντίζω να τελεσθεί το μνημόσυνο κάπ. νεκρού:
      • να 'νι κρατημένη (ενν. η αδελφή μου) έως της ζωής της να με μνημονεύει πέντε φορές τον χρόνον (Διαθ. Πασχαλίγ. 79· Λίμπον. 495
    • α3) διαβάζω τη νεκρώσιμη ακολουθία σε κάπ.:
      • στα τείχη κάτω όλους τους καίγαν κι ουδέ τους μνημονεύγαν (Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1388
  •  
    • β1) δέομαι για την υγεία και μακροημέρευση κάπ., κάνω μνεία κάπ. σε προσευχή, συν. κατά τη θεία λειτουργία:
      • ο βασιλεύς επρόσταξεν να μνημονεύεται και αυτή ομού με τον βασιλέαν (Hagia Sophia ω 5134
    • β2) προκ. για τη μνημόνευση αυτοκράτορα, πατριάρχη, επισκόπου, κλπ., με ειδική μεγαλόφωνη ευχή κατά τη θεία λειτουργία:
      • (Ψευδο-Σφρ. 16429), (Ροδινός 155), (Βακτ. αρχιερ. 168).
  • 4) Εύχομαι, εκφράζω ευχές για κάπ. (σε ένδειξη ευγνωμοσύνης):
    • Δώσ’ μου … από τον πλούτον πὄχεις, … να σε μνημονεύω (Κρασοπ. S 52).
    • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = αλησμόνητος, αξιομακάριστος:
      • εκτίσαν εκκλησιές και είν’ μνημονεμένοι (Αλφ. (Μπουμπ.) II 14).

    [αρχ. μνημονεύω. Ο τ. στο Βλάχ. Τ. ‑εύκω σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες