Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μισάνθρωπος -η -ο [misánθropos] Ε5 : συνήθ. ως ουσ., για πρόσωπο που αισθάνεται μίσος για όλους τους ανθρώπους με συνέπεια να αποφεύγει τις κοινωνικές σχέσεις.
[λόγ. < αρχ. μισάνθρωπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μισάνθρωπος (II) o,
- βλ. μισοάνθρωπος.
[Λεξικό Κριαρά]
- μισάνθρωπος (Ι), επίθ.
-
- α) Που μισεί, εχθρεύεται τους ανθρώπους:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 38)·
- (συνεκδ. προκ. για ατίθασο άλογο):
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 98)·
- β) που φανερώνει μίσος προς τους ανθρώπους· (εδώ) καταστρεπτικός, φονικός:
- η των αλλοφύλλων επιδρομή των πώποτε μισανθρωποτέρα (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 28824).
[αρχ. επίθ. μισάνθρωπος. Η λ. και σήμ.]
- α) Που μισεί, εχθρεύεται τους ανθρώπους: