Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μικρόν, επίρρ.
-
- 1) Λίγο:
- (Βέλθ. 1004)·
- (τοπ.):
- (Καλλίμ. 1098).
- 2)
- α) Για μικρό χρονικό διάστημα:
- (Χρον. Μορ. Η 4210)·
- β) σύντομα· με λίγα λόγια:
- (Βέλθ. 1267)·
- μικρόν επιλογήθην (Χούμνου, Κοσμογ. 722).
- α) Για μικρό χρονικό διάστημα:
- 3) (Με επόμ. το και) σχεδόν· παραλίγο να …:
- Η δε μήτηρ, … μικρόν περ και ωρχήσατο από περιχαρείας (Διγ. Gr. 725).
- 4)
-
- α1) Με την πρόθ. κατά = λίγο λίγο:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 77)·
- α2) σύντομα· με λίγα λόγια:
- κατά μικρόν διηγούμενοι (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 9)·
- α1) Με την πρόθ. κατά = λίγο λίγο:
- β) με τη πρόθ. μετά = ύστερα από λίγο:
- (Σφρ., Χρον. 289)·
- γ) με την πρόθ. πρός = για μικρό χρονικό διάστημα:
- ευρέθη προς μικρόν ανάπαυσις της λύπης (Καλλίμ. 2348).
-
[αρχ. επίρρ. μικρόν]
- 1) Λίγο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρόνοια η [mikrónia] Ο27α : περιορισμένη διανοητική ικανότητα, στενότητα αντίληψης.
[λόγ. < μσν. μικρόνοια < μικρο- 1 + -νοια κατά το άνοια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρονοϊκός -ή -ό [mikronoikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από περιορισμένη διανοητική ικανότητα, από στενότητα αντίληψης. || (ως ουσ.).
[λόγ. μικρό νο(ια) -ικός κατά το παρανοϊκός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μικρόνους -ους -ουν [mikrónus] Ε12ε : (λόγ.) μικρονοϊκός. || (ως ουσ.).
[λόγ. μικρό(νοια) -νους (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: άνοια - άνους]