Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροαστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαστός ο [mikroastós] Ο17 θηλ. μικροαστή [mikroastí] Ο29 : 1. αστός που ανήκει στο κατώτερο στρώμα της αστικής τάξης· (πρβ. μεγαλοαστός): Kόμμα των μικροαστών. Συμμαχία της εργατικής τάξης με τους μικροαστούς. 2. (μειωτ.) για κάθε άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από τις ιδιότητες και ιδίως από τα ελαττώματα των μικροαστών.

[λόγ. μικρο- 1 + αστός μτφρδ. γαλλ. petit bourgeois· λόγ. μικροαστ(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες