Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανή
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχανή η [mixaní] Ο29 : I1. (φυσ.) εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή έργου: Aπλή ~, η οποία δεν αλλάζει πλήρως τη μορφή της ενέργειας που χρησιμοποιεί. ANT σύνθετη ~. Όλα τα είδη των μοχλών είναι απλές μηχανές. Yδραυλική / θερμική / ηλεκτρική ~, που λειτουργεί αντίστοιχα με την πίεση του νερού, τη θερμότητα, τον ηλεκτρισμό. 2. το μηχάνημα: Iσχύς / απόδοση της μηχανής. H ~ λειτουργεί / σταμάτησε / έπαθε βλάβη. Συντήρηση / επισκευή της μηχανής. Λάδι για ~. H εποχή μας χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της μηχανής. Θεριζοαλωνιστική ~, κομπίνα. Ξυριστική / φωτογραφική ~. Kινηματογραφική ~ λήψεως / προβολής. Πολεμική / πολιορκητική ~, που χρησιμοποιούνταν κατά την αρχαιότητα και το Mεσαίωνα. ΦΡ από μηχανής θεός, για πρόσωπο που με την απρόοπτη παρέμβασή του δίνει διέξοδο σε μια δύσκολη κατάσταση: Ήλθε / παρουσιάστηκε σαν από μηχανής θεός. α. μηχάνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλαίσια ορισμένης εργασίας: Γράφω στη ~, στη γραφομηχανή. Ράβω στη ~, στη ραπτομηχανή. Πουλόβερ πλεγμένο στη ~. β. κινητήρας: ~ εσωτερικής καύσεως. ~ αυτοκινήτου / αεροπλάνου. 3. μοτοσικλέτα ή τρίκυκλο όχημα: Mέσα στην πόλη δεν κινείται με το αυτοκίνητο αλλά με τη ~. II. (μτφ.) 1. οργανωμένο σύνολο προσώπων, μέσων κτλ. που λειτουργεί όπως ένα μηχάνημα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού· μηχανισμός2: Kρατική ~, το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών μιας χώρας. Πολεμική ~, το σύνολο του πολεμικού εξοπλισμού μιας χώρας: H γερμανική πολεμική ~. 2. (οικ.) τέχνασμα ή δόλος: Φοβάμαι ότι κάποια ~ μού στήνεις. 3. άτομο που εργάζεται και λειτουργεί χωρίς πρωτοβουλία: Οι υπάλληλοι αυτής της επιχείρησης είναι απλές μηχανές. (έκφρ.) δουλεύει σαν ~, για άνθρωπο που εργάζεται εντατικά και μονότονα. μηχανάκι* το YΠΟKΟΡ. μηχανούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. I3. μηχανάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I3.

[αρχ. μηχανή· μηχαν(ή) -ούλα· μηχαν(ή) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
μηχανή η· ?μηχαηνή.
  • 1)
    • α) Επινόημα, εφεύρεση:
      • Το ύδωρ δ’επεποίηκεν ανωφερές διόλου εκ μηχανής της εαυτού ώστε πολλούς θαυμάζειν (Διγ. Z 3918
    • β) τεχνική επινόηση, κατασκεύασμα:
      • (Διγ. Z 112
      • το θηρίον σφάζεται από την μηχανήν του ανθρώπου (Φυσιολ. 37117
    • γ) (προκ. για δοκιμασία όρκου):
      • (Ασσίζ. 34820).
  • 2)
    • α) Πολεμική μηχανή:
      • (Καλλίμ. 985), (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 357
    • β) (σε μεταφ.):
      • Μηχανάς έχετε ζώσας τους γαρ Αίαντας τους δύο (Ερμον. Ζ 248
    • γ) πολεμικό τέχνασμα, πολεμική ενέργεια:
      • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 329
      • εκάθητο εν υψηλῴ τόπῳ θεωρών τας μηχανάς άσπερ ειργάζοντο. Χαλάσαντες γαρ τα τείχη … (Έκθ. χρον. 349).
  • 3) Πονηρία, πανουργία:
    • μόνον με τέχνην, μηχανήν, πολέμησον μετ’ αύτον (Χρον. Μορ. P 4965).
  • 4) Δόλος, δολοπλοκία, ραδιουργία:
    • (Προδρ. IV 504), (Ασσίζ. 4283
    • μάθητε τας μηχανάς της πόρνης ταύτης κόρης (Καλλίμ. 2221
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • μηχανεύεται μίαν μηχανήν παράνομον και έργον άθεον (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 418).
  • 5) Τέχνασμα, κόλπο:
    • Η φάριτσα δε έπαιζεν … εις έν επισυνάγουσα τα τέσσαρά της πόδια· καθάπερ, ώσπερ μηχανήν εκάθητο εκείσε (Διγ. Z 315).
  • 6)
    • α) Τρόπος ενέργειας:
      • Μερόνυκτα δυο στάθηκαν Φραντζόζοι σ’απορίαν και μηχανήν δεν ηύρασι, μα στέκασι σ’ οκνείαν (Κορων., Μπούας 75
    • β) μέθοδος:
      • Έστι δε και ετέρα μηχανή προς την των νηττών θήραν (Ιερακοσ. 51417).
  • Έκφρ. εκ μηχανής = από σκοπού, με υστεροβουλία:
    • (Καλλίμ. 1246).
    • Φρ. ράπτω μηχαηνάς = μηχανεύομαι, ραδιουργώ, μηχανορραφώ:
      • (Ψευδο-Σφρ. 16030).

[αρχ. ουσ. μηχανή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηχάνημα το [mixánima] Ο49 : κάθε μηχανή που διαθέτει τα κατάλληλα εξαρτήματα, ώστε να κάνει ορισμένη εργασία: Γεωργικό / ανυψωτικό ~. H επιχείρηση εφοδιάζεται με σύγχρονα μηχανήματα. μηχανηματάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. μηχάνημα `μηχανικό εφεύρημα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μηχάνημα το· μηχάνημαν.
  • 1) Μηχανή, συσκευή:
    • (Χρον. Τόκκων 3517
    • (μεταφ.):
      • το μέγα … μηχάνημα του ουρανού, οπού ολοένα κινάται ωσάν τον μύλον (Ροδινός 76).
  • 2) Επινόημα, εφεύρεση:
    • Κατασκευής μηχάνημα φέρει πολλάκις βία (Καλλίμ. 1748).
  • 3) Πολεμική μηχανή:
    • (Χρον. Τόκκων 392).
  • 4) Τέχνασμα, κόλπο· σόφισμα:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 34), (Φλώρ. 1599, 1631).
  • 5) Σχέδιο, συμφωνία:
    • μετά τον πατέραν της μηχάνημαν εποίκεν να στήσει ρένταν …, είτις νικήσει … άνδρα να της τον δώσει (Ιμπ. 779).
  • 6) Δόλος, δολοπλοκία, μεθοδεία:
    • (Καλλίμ. 2421), (Λίβ. Sc. 1669), (Ιστ. Ηπείρ. XII13).

[αρχ. ουσ. μηχάνημα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μηχανητής ο.
  • Εφευρέτης πολεμικών μηχανών:
    • άριστος μηχανητής (ενν. ο Επειός) (Ερμον. Δ 233).

[μτγν. ουσ. μηχανητής (TLG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες