Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητροκτόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητροκτόνος ο [mitroktónos] Ο18 : αυτός που έχει σκοτώσει τη μητέρα του.

[λόγ. < αρχ. μητροκτόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες