Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητρί
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μητρί η,
βλ. μήτηρ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητριά η [mitriá] Ο24 : η γυναίκα κάποιου σε σχέση με τα παιδιά που αυτός έχει από άλλη γυναίκα: Mεγάλωσε με ~, αυτή όμως τον αγάπησε σαν αληθινό παιδί της. Σαν την κακιά ~.

[αρχ. μητρυϊά]

[Λεξικό Κριαρά]
μητρία, μητριά, μητριγιά η,
βλ. μητρυιά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητριαρχία η [mitriarxía] Ο25 : (κοινων.) σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο υπολογίζεται μόνο η μητρική συγγένεια ενώ συνήθ. η γυναίκα (μητέρα) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια· (πρβ. πατριαρχία 2).

[λόγ. μητρι- + -αρχία κατά το πατριαρχία μτφρδ. γαλλ. matriarcat]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητριαρχικός -ή -ό [mitriarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μητριαρχία· (πρβ. πατριαρχικός): Mητριαρχική κοινωνία.

[λόγ. μητριαρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. matriarcal]

[Λεξικό Κριαρά]
μητρικός (I), επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα:
    • (Διγ. Άνδρ. 31830).

[αρχ. επιθ. μητρικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μητρικός (ΙΙ), επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα:
    • μητρικό εγλυστήρι (Ιατροσ. κώδ. σιή).

[<ουσ. μήτρα + κατάλ. ‑ικός. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. στο Somav και σήμ. λαϊκ. Η λ. τον 11. αι. (Soph.) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητρικός 1 -ή -ό [mitrikós] Ε1 : που ανήκει στη μητέρα ή που προέρχεται από αυτή: Mητρική συγγένεια / αγκαλιά / αγάπη / στοργή. Mητρικό γάλα / φίλτρο. Mητρική γλώσσα, η πρώτη που μαθαίνει ο άνθρωπος στο περιβάλλον που ζει, ιδίως από τους γονείς του. μητρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μητρικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητρικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τη μήτρα. || (ως ουσ., προφ.) τα μητρικά, οι παθήσεις της μήτρας.

[μσν. μητρικός < μήτρ(α) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητριός ο [mitriós] Ο17 : (λαϊκότρ.) ο πατριός.

[αρχ. μητρυϊός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες