Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηνυτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνυτής ο [minitís] Ο7 θηλ. μηνύτρια [minítria] Ο27 : αυτός που κάνει τη μήνυση: Ο ~ δέχτηκε να αποσύρει τη μήνυση, γιατί ο κατηγορούμενος ζήτησε δημοσίως συγγνώμη.

[λόγ. < αρχ. μηνυτής `πληροφοριοδότης΄· λόγ. < ελνστ. μηνύτρια]

[Λεξικό Κριαρά]
μηνυτής ο· γεν. πληθ. μηνυτάδων.
  • Αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιοφόρος, απεσταλμένος:
    • (Φλώρ. 476), (Λίβ. Esc. 3226
    • (σε μεταφ. προκ. για το Χάρο):
      • ώραν την ώρα ο μηνυτής φθάνει να μας σηκώσει από τον κόσμο που 'μεσταν (Πένθ. θαν. 37).

[αρχ. ουσ. μηνυτής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες