Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηδέποτε [miδépote] επίρρ. αρνητ. : (λόγ.) ουδέποτε, ποτέ να μη, σε καμιά περίπτωση να μη.
[λόγ. < αρχ. μηδέποτε]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδέποτε, επίρρ.· μηδεποτέ.
-
- α) Ποτέ, καμιά φορά:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 560)·
- β) κι ούτε ποτέ, και ποτέ:
- δεν ήθελες … μηδέποτε τα πάθη σου πώς ήρθαν να μιλήσεις (Ευγέν. 1280).
[αρχ. επίρρ. μηδέποτε]
- α) Ποτέ, καμιά φορά: