Παράλληλη αναζήτηση
28 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηδέ [miδé] σύνδ. συμπλεκτ. : (λαϊκότρ.) ούτε, ουδέ. || συχνό στα δημοτικά τραγούδια: ~ σε γάμο ρίχνονται ~ σε χαροκόπι, ούτε
ούτε.
[αρχ. μηδέ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδέ (I), σύνδ.· 'δέ· μήδε· μήδεν· μηδές· μούδε· μουδέ· μουδέν.
-
- 1) Και δεν, αλλά δεν:
- ο λέοντας … επίασε την αλεπού … και έφαγέν την …, μηδέ λυπήθηκέν την (Αιτωλ., Μύθ. 11516).
- 2) (Σε επίδοση αποφατική)
-
- α1) ούτε:
- δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα (Ερωτόκρ. Ά 20)·
- α2) ούτε καν:
- δεν τον άφησαν μηδέ να ξεπεζέψει (Ιστ. Βλαχ. 474)·
- α3) ούτε ακόμη και …:
- μηδέ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις τον πόθο σου από λόγου μου (Ερωφ. Γ́ 171)·
- α1) ούτε:
-
- β1) (σε αποφατική συμπλοκή) ούτε, κι ούτε:
- ποτέ μηδέν οκνήσετε, μη νύκταν μηδέ ημέραν (Διγ. Esc. 488)·
- β2) ούτε να, κι ούτε να:
- Μη ουν αποχωρίσῃς τους (ενν. τους στίχους) μηδ’ αποπέμψῃς (Προδρ. I 12)·
- β1) (σε αποφατική συμπλοκή) ούτε, κι ούτε:
- γ) (με επόμ. το να)
- γ1) (σε εξαρτημένο λόγο) ούτε (να):
- δεν ημπορώ … να πιω, μηδέ να φάγω (Ερωτόκρ. Ά 1210)·
- γ2) (σε παρότρυνση, προσταγή, ευχή) ούτε (να):
- μηδέ βοσκοί ποτέ τωνε να φέρουσι κουράδι τα χόρτα να βοσκήσουσι (Πανώρ. Έ 395).
- γ1) (σε εξαρτημένο λόγο) ούτε (να):
-
[αρχ. σύνδ. μηδέ. Οι τ. μούδε και μουδέ και σήμ. ποντ. και κρητ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Και δεν, αλλά δεν:
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδέ (II), μόρ.,
- βλ. μηδέν.
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδεγείς, αντων.,
- βλ. μηδείς.
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδεγουλιάς, επίρρ.
-
- Καθόλου:
- δε μ’ εφήκες ν’ ακροσταθώ μηδεγουλιάς (Φορτουν. Ά 85).
[<σύνδ. μηδέ + ουσ. γουλιά με επίδρ. επιρρ. σε ‑ς]
- Καθόλου:
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδείς, αντων.· μηδεγείς· μηδένας· μουδεγείς· μουδένας.
-
- Κανένας, ούτε ένας:
- (Πανώρ. Έ 33).
- Το ουδ. ως ουσ. = τίποτε:
- προς εσέν και προς εμέν μηδέν λειφτεί στη μέση (Φαλιέρ., Ιστ. 156).
[αρχ. αντων. μηδείς. Ο τ. μηδένας στο Μeursius. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Κανένας, ούτε ένας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηδείς μηδεμία μηδέν [miδís] αντων. αόρ. : 1. (λόγ.) κανένας, στην έκφραση μηδενός εξαιρουμένου, (για πρόσ.) χωρίς καμιά εξαίρεση, χωρίς να εξαιρείται κανείς από ένα σύνολο: Θα παρουσιαστείτε στο διευθυντή, μηδενός εξαιρουμένου, όλοι. (γνωμ.) μηδένα προ του τέλους* μακάριζε. 2. (ως ουσ.) το μηδέν*.
[λόγ. < αρχ. μηδείς]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδεκανείς, αντων.· μηδεκιανείς· θηλ. μουδεκιαμιά.
-
- Κανένας, ούτε ένας:
- μηδεκιανείς δε με 'δε εκεί (Στάθ. Β́ 98).
[<σύνδ. μηδέ + αντων. κανείς]
- Κανένας, ούτε ένας:
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδεκιάς, επίρρ.· μηδεσκιάς.
-
- Καθόλου:
- εσύ 'σαι πλιότερου καιρού παρ’ άνθρωπο στην Κρήτη· και μηδεσκιάς στο στόμα σου δεν έχεις τραπεζίτη (Πανώρ. Γ́ 300).
[<σύνδ. μηδέ + επίρρ. κιας]
- Καθόλου:
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδεμιάς, επίρρ.
-
- Καθόλου:
- 'Ντήρηση 'ς τούτο μηδεμιάς μην έχεις (Φορτουν. Ιντ. β́ 25).
[<αιτιατ. της αντων. μηδεμιά με επίδρ. επιρρ. σε ‑ς]
- Καθόλου: