Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταφορέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταφορέας ο [metaforéas] Ο21 : αυτός που μεταφέρει κτ.: Οι μεταφορείς συσκεύασαν πρώτα πολύ καλά τα έπιπλα και τα γυαλικά.

[λόγ. μεταφορ(ά)1 -εύς > -έας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες