Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταγλωττίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταγλωττίζω [metaγlotízo] -ομαι Ρ2.1 : α. μεταφέρω τμήμα λόγου από μια γλωσσική μορφή σε μια συνήθ. απλούστερη μορφή της ίδιας γλώσσας. || ειδικά για τα νέα ελληνικά, το μεταφέρω από την καθαρεύουσα στη δημοτική: Mετά την καθιέρωση της δημοτικής συγκροτήθηκαν επιτροπές για να μεταγλωττίσουν σχολικά βιβλία, δικαστικούς κώδικες κτλ. β. μεταφέρω τμήμα λόγου από μία γλώσσα σε άλλη: Ειδική επιτροπή μεταγλωττίζει τις ξένες λέξεις που έχουν εισχωρήσει στη γλώσσα μας. Mεταγλωττισμένο κινηματογραφικό έργο, που οι διάλογοί του έχουν μεταφραστεί και εκφωνούνται από άλλο πρόσωπο.

[λόγ. < μσν. μεταγλωττίζω `μεταφράζω΄ < μετα- αρχ. (αττ. διάλ.) γλώττ(α) `γλώσσα΄ -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταγλωττίζω.
  • Μεταφράζω, ερμηνεύω:
    • εφέραν το χαρτίν και εμεταγλώττισέν το φράγκικα (Μαχ. 1445
    • μιλεί απλούστατα (ενν. το βιβλίο), γιατί εμεταγλωττίσθη (Ζήνου, Βατραχ. Πρόλ. 7).

[<πρόθ. μετά + ουσ. γλώττα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Steph. (λ. ‑σσ‑), στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες