Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταβατικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταβατικός -ή -ό [metavatikós] Ε1 : 1. που διαρκεί λίγο και οδηγεί από μια κατάσταση σε άλλη: Mεταβατική περίοδος / εποχή / φάση. H χώρα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Mεταβατική διάταξη ενός νόμου. Mεταβατική κυβέρνηση. 2. (γραμμ.) μεταβατικό ρήμα, που η ενέργεια του υποκειμένου του επηρεάζει μια άλλη λέξη, το αντικείμενο. ANT αμετάβατος: Mεταβατική χρήση ενός ρήματος.

[λόγ.: 1: ελνστ. μεταβατικός `που μπορεί να περάσει σε άλλη θέση΄ σημδ. γαλλ. transitoir· 2: ελνστ. μεταβατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες