Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεστώνω [mestóno] Ρ1α μππ. μεστωμένος : αναπτύσσομαι, διαμορφώνομαι πλήρως. α. (για φυτό) δημιουργώ καρπό: Mεστώνουν τα σιτάρια / τα καλαμπόκια. β. (ιδ. για πρόσ.) ωριμάζω: Mέστωσε το κορίτσι κι έγινε σωστή γυναίκα. Mεστωμένο μυαλό.
[αρχ. μεστ(ῶ) `είμαι γεμάτος΄ -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεστώνω.
-
- 1)
- α) Γεμίζω κ. εντελώς:
- κιβωτός … μεμεστωμένη ιερά (Παϊσ., Ιστ. Σινά 658)·
- β) καλύπτω:
- σώματα ιεραρχών … άταφα, δεινά, κόνιν μεμεστωμένα (Θρ. αλ. 39).
- α) Γεμίζω κ. εντελώς:
- 2) Κάνω κ. να ωριμάσει:
- Ακτίνα τ’ ουρανού …, … μεστώνεις πωρικά (Ερωφ. Δ́ 724).
[αρχ. μεστόω. Η λ. και σήμ.]
- 1)