Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσεγγυητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσεγγυητής ο [mesengiitís] Ο7 θηλ. μεσεγγυήτρια [mesengiítria] Ο27 : (νομ.) πρόσωπο στο οποίο κατατίθεται ένα επίδικο πράγμα, έως ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση.

[λόγ. < μσν. μεσεγγυητής < μέσ(ος) + εγγυητής· λόγ. μεσεγγυη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες