Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεμψιμοιρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεμψιμοιρώ [mempsimiró] Ρ10.9α : εκδηλώνω δυσφορία συνήθ. για ασήμαντη αφορμή: Mεμψιμοιρεί συνεχώς· ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος.

[λόγ. < ελνστ. μεμψιμοιρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες