Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεθύω· μεθυώ· μεθώ.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Κάνω κάπ. να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάπ.:
- Αν έπιναν οι άγγελοι κρασίν … ήθελα τους μεθύσει (Κρασοπ. AO 90).
- 2) (Mεταφ.) ενθουσιάζω, προκαλώ ψυχική έξαρση:
- μεθεί (ενν. ο λόγος του Σωτήρος) … όλην την γην (Πηγά, Χρυσοπ. 91 (19)).
- 1) Κάνω κάπ. να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάπ.:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης:
- Ο καίσαρ βλέπω εμέθυσε (Ζήν. Έ 146).
- 2) (Μεταφ.) ζαλίζομαι, αποχαυνώνομαι:
- εξύπνησε, του ύπνου μεθυσμένος (Θησ. Έ [373]).
- 3) (Μεταφ.) παραλογίζομαι:
- όταν τηνε προσπαθείς (ενν. τη γυναίκα), λέγει σε ότι μεθείς (Συναξ. γυν. 1131).
- 1) Περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης:
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης:
- ωσάν ο μαύρος μεθυστεί και αρχίσει διά να παίζει (Αχιλλ. L 267).
[αρχ. μεθύω. Ο τ. ‑υώ στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑θώ και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- I. Ενεργ.