Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλύνω.
— Βλ. και μεγαλαίνω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Φροντίζω να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί κ. (εδώ ένα φυτό):
        • ουκ εκοπίασες είν’ αυτήν (ενν. την κολοκυθέα) και ου εμεγάλυνες αυτήν (Ιων. ΙV 10).
      • 2) Aναπτύσσω, εμφανίζω κ. (με έντονο τρόπο):
        • (Γλυκά, Στ. 384).
      • 3) Δείχνω, εκδηλώνω σε μεγάλο βαθμό (συναίσθημα, ιδιότητα):
        • εμεγάλυνες την ελεημοσύνη σου (Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 19).
      • 4)
        • α) Δίνω αξιώματα και δόξα σε κάπ.· ευνοώ, «προωθώ»:
          • τους κοντότερα θερμαίνουν (ενν. οι αυθέντες), επιπλέον μεγαλύνουν και δοξάζουσιν εις πλούτος (Πτωχολ. α 108 κριτ. υπ.
        • β) προσδίδω δόξα σε κ., κάνω να δοξαστεί, λαμπρύνω:
          • είπεν ο Κύριος προς τον Αβράμ: « … να μεγαλύνω το όνομά σου …» (Πεντ. Γέν. ΧΙΙ 2).
      • 5)
        • α) Δοξάζω, εξυμνώ:
          • (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1184
        • β) επαινώ, εκθειάζω:
          • μεγαλύνουν τον πολλά μετά μεγάλης φήμης (Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 149).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Μεγαλώνω στην ηλικία· ενηλικιώνομαι:
          • εμεγάλυνεν το παιδί και αποκόπην (Πεντ. Γέν. Ι 8· Γέν. ΧΧV 27
        • β) αναπτύσσομαι:
          • (Πτωχολ. α 816).
      • 2) Αυξάνομαι, ενισχύομαι:
        • Εμεγάλυνεν η βασιλεία του βασιλέως (Αχιλλ. L 7).
      • 3)
        • α) Αποκτώ περιουσία και δύναμη:
          • ευλόγησέ τον ο Κύριος και εμεγάλυνεν ο ανήρ … ήτον αυτουνού ζωντόβολο ποίμινιου … και σκλαβιά πολλή (Πεντ. Γέν. XXVI 13
        • β) αποκτώ εξουσία, δύναμη:
          • (Παλαμήδ., Βοηβ. 744).
      • 4) Αυξάνομαι σε αριθμό, δύναμη:
        • (Πεντ. Γέν. XLVIΙΙ 19).
      • 5) Υπερέχω, υπερτερώ:
        • μόνα το θρονί να μεγαλύνω από εσέν (Πεντ. Γέν. XLΙ 40).
      • 6) Δυναμώνω, εντείνομαι:
        • εμεγάλυνεν η κραυγή τους εις τα πρόσωπα του Κύριου (Πεντ. Γέν. XΙΧ 13).
  • ΙI. Μέσ.
    • 1)
      • α) Δυναμώνω, ισχυροποιούμαι:
        • (Δούκ. 14110
      • β) αποκτώ αξιώματα και δόξα:
        • Ο Βελισάριος … λαμπρώς εμεγαλύνθη, αυθέντης μας εγίνετον (Διήγ. Βελ. Ν2 329).
    • 2) Αποκτώ δόξα και μεγαλείο, λαμπρύνομαι:
      • (Ιστ. πατρ. 902
      • η αγαθότης του Θεού … εμεγαλύνθη εκ του ελθείν αυτόν τον λόγον του Θεού και Θεόν μετά πάσης αυτού της δυνάμεως εις τον Ιησούν (Ιστ. πατρ. 907).
    • 3)
      • α) Αλαζονεύομαι, κομπάζω:
        • Θέλουν να μεγαλύνονται αυτοί τῃ διανοίᾳ και εξυστέρου πέφτουσι 'ς μεγάλη γαρ πενία (Αλεξ. 1795
      • β) συμπεριφέρομαι με έπαρση, ξιπάζομαι:
        • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1159).
    • 4) (Μτβ. με σύστ. αντικ.) απολαμβάνω τιμές:
      • (Βεντράμ., Γυν. 105).

[αρχ. μεγαλύνω. Τ. μεα και μηα σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. και εκκλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες