Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματά
57 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ματά, πρόθ.,
βλ. μετά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματα- [mata] : (λαϊκότρ.) πρόθημα σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει επανάληψη της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β' συνθετικό· (πρβ. ξανα-): ματαβρίσκω, ματαέρχομαι, ματαλέω, ματαπηγαίνω.

[μσν. ματα- < αρχ. μετα- με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] : μσν. ματα-γεννούμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ματαβάνω,
βλ. μεταβάνω.
[Λεξικό Κριαρά]
ματαβαπτίζομαι,
βλ. μεταβαπτίζομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
ματαβαπτίζω,
βλ. μεταβαπτίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
ματαγγαστρώνομαι,
βλ. μεταγγαστρώνομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
ματαγεννούμαι,
βλ. μεταγεννούμαι.
[Λεξικό Κριαρά]
ματαγίνομαι,
βλ. μεταγίνομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
ματαγλωττούμαι,
βλ. μεταγλωττώ.
[Λεξικό Κριαρά]
ματαγυρίζω,
βλ. μεταγυρίζω.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες