Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρούλι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρούλι το [marúli] Ο44 : 1. ποώδες φυτό με μεγάλα πράσινα φύλλα που καλλιεργείται ως λαχανικό: Φύλλο μαρουλιού, μαρουλόφυλλο. Kαρδιά μαρουλιού. Σαλάτα με μαρούλια. 2. σαλάτα που γίνεται από μαρούλι· μαρουλοσαλάτα. μαρουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μαρούλι(ν) < ελνστ. μαρούλιον < λατ. *amarul(us) (με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) -ιον υποκορ. του amarus `πικρός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρούλι(ο)ν το· μαρούλιν· ?μαρύλι(ο)ν.
  • Μαρούλι:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 8217), (Συναξ. γαδ. 228).

[πιθ. <μτγν. ουσ. μαϊούλιον (Du Cange, TLG, Steiner 1988: 160) <κύρ. όν. Μάιος (Κοραής, Steph., Κουκ., ΒΒΠ Έ 95· παρετυμ. κατά Meyer, NS III 43)· κατ’ άλλους <ουσ. *αμαρούλ(λ)ιον <λατ. επίθ. *amarul(l)us/*amarul(l)a (lactuca) <amarus. Τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. (‑ιον) τον 6. αι. (Ησύχ., λ. θρίδακες, L‑S, TLG)]

[Λεξικό Κριαρά]
Μαρούλιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. μαρούλι(ο)ν:
    • Σεβαστέ Μαρούλιε (Πωρικ. I 75).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες