Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντεία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντεία η [mandía] Ο25 : 1. ο χρησμός. 2. η ικανότητα κάποιου να προλέγει το μέλλον, η μαντική τέχνη.

[λόγ. < αρχ. μαντεία]

[Λεξικό Κριαρά]
μαντεία η· μαντειά.
  • 1) Μαντεία, χρησμολογία:
    • (Διγ. Z 49).
  • 2) Μαντική τέχνη:
    • έμαθα … ακόμη και μαντεία (Ευγέν. Πρόλ. 12).
  • 3) Μαγική πράξη:
    • αφότου εκατουνέψασιν, επιάσαν τες μαντειές τους (Χρον. Μορ. H 5305).

[αρχ. ουσ. μαντεία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες