Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μανικός, επίθ.
  • 1) Μανιακός, τρελός:
    • (Λίμπον. 448
    • (προκ. για έρωτα):
      • (Ερμον. Λ 181).
  • 2) Μανιώδης, οργίλος, βίαιος:
    • (Λίβ. Sc. 326
    • Ανήρ … μανικός, θυμώδης τιγρολέων (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 133).
  • 3) Μεταφ.
    • α) (προκ. για λόγο) ασυγκράτητος:
      • ολόκαυτη και μανική 'μιλία (Θησ. Δ́ [112]
    • β) (προκ. για το «πυρ») που μαίνεται, δυνατό:
      • φρίζω εις το πυρ το μανικόν (Λίβ. Esc. 305).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μανία, παραφροσύνη, σφοδρή οργή:
    • το μανικόν της κακοδαίμου τύχης (Βέλθ. 48· Λίβ. Esc. 202).

[αρχ. επίθ. μανικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες