Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάκρος το [mákros] Ο46α : 1. (για ύφασμα και ιδ. για ρούχο) α. το μήκος σε κατακόρυφη διεύθυνση: Tο ~ του παντελονιού / της κουρτίνας. H μόδα ανεβοκατεβάζει συχνά το ~ της φούστας. Στο ~, κατά μήκος. β. το επιπλέον ύφασμα με το οποίο σχηματίζεται το στρίφωμα στο κάτω μέρος ορισμένων ρούχων: Δεν μπορούμε να μακρύνουμε τη φούστα, γιατί δεν έχει ~. γ. (συνήθ. για ύφασμα) κομμάτι με καθορισμένες διαστάσεις: Για φόρεμα χρειάζομαι δύο μάκρη ύφασμα. 2. χρονική διάρκεια: Πάει / τραβάει κτ. σε ~ ή παίρνει ~ κτ., απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο από τον προϋπολογισμένο. Tραβάω κτ. σε ~, το κάνω να διαρκεί πολύ. 3. (προφ.) το μήκος: Tο ~ του δρόμου.
[αρχ. μάκρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάκρος το· γεν. εν. μάκρου.
-
- 1)
- α) Μήκος:
- (Αλεξ. 1571)·
- β) στη γεν. του μάκρου επιρρ. = κατά μήκος, ως προς το μήκος:
- πορπάτηξε εις την ηγή του μάκρου της και του φάρδου της (Πεντ. Γέν. XIII 17)·
- του μάκρου και του πλάτου (Χούμνου, Κοσμογ. 739).
- α) Μήκος:
- 2) Απόσταση:
- το μάκρος οπού είναι ανάμεσα εις εμάς και εις εκείνον (ενν. τον ήλιον) (Ροδινός 120).
- 3) Απομάκρυνση:
- μη μπορώντας να βαστά το μάκρος απ' την κόρη (Ερωτόκρ. Ά 387).
- 4) (Χρον.) έκφρ. εις μάκρος = για μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολύ καιρό:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 335v).
[αρχ. ουσ. μάκρος. Η γεν. του μάκρου και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρός, επίθ.
-
- 1) Μακρύς, επιμήκης:
- (Κορων., Μπούας 77).
- 2) (Προκ. για ανάστημα) ψηλός:
- (Λίβ. P 12).
- 3) (Προκ. για τόπο) μακρινός, απόμερος:
- (Φλώρ. 1084).
- 4) Μεγάλος, πολύς:
- έχεις την φήμην δε μακράν (Διγ. A 3238· Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [904]).
- 5) Μακροχρόνιος:
- (Διγ. Gr. 3681).
- 6) (Προκ. για λόγο) διεξοδικός, λεπτομερειακός:
- Έναι μακρά η εξήγησις κι έχει πολυλογίαν (Κορων., Μπούας 4).
[αρχ. επίθ. μακρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μακρύς, επιμήκης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρός -ά -ό [makrós] Ε2 : 1. (γραμμ.) μακρόχρονος: Mακρό φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μεγαλύτερη από των άλλων φωνηέντων: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρά και βραχέα. Mακρά συλλαβή, που έχει μακρό φωνήεν. Φύσει* / θέσει* μακρά συλλαβή. 2. (λόγ.) που διαρκεί πολύ· μακροχρόνιος: Δίσκος / μαγνητοταινία / γάλα μακράς διαρκείας. || ANT σύντομος: Mακρές δηλώσεις. Έκανε μια μακρότατη αγόρευση στη βουλή. (έκφρ.) από μακρού, πριν από πολύν καιρό: Aπό μακρού επιζητούσα τη γνωριμία σας. επί μακρόν, επί μεγάλο χρονικό διάστημα: Εργάστηκε επί μακρόν ως υπάλληλος. διά μακρών, με πολλά λόγια: Aνέπτυξε διά μακρών το θέμα. 3. που έχει μεγάλο μήκος. || (φυσ.) μακρά κύματα και ως ουσ. τα μακρά, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και της ραδιοφωνίας.
[λόγ. < αρχ. μακρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μακροσκέλης, επίθ.
-
- Που έχει μακριά πόδια:
- (Ερμον. Δ 112).
[αρχ. επίθ. μακροσκελής με αναβιβ. τόνου. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Που έχει μακριά πόδια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακροσκελής -ής -ές [makroskelís] Ε10 : (για γραπτό ή προφορικό λόγο) που είναι πολύ μεγάλος, πολύ εκτεταμένος: Mία ~ πρόταση / περίοδος / διήγηση / περιγραφή. Mακροσκελές κείμενο. Δημοσίευσε μακροσκελή άρθρα στις εφημερίδες για να εκθέσει τις απόψεις του.
[λόγ. < αρχ. μακροσκελής `με μακριά σκέλη΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακροσκοπικός -ή -ό [makroskopikós] Ε1 : που γίνεται με γυμνό μάτι. ANT μικροσκοπικός: ~ έλεγχος. Mακροσκοπική παρατήρηση ενός φυσικού φαινομένου.
[λόγ. < γαλλ. macroscopique < macro- = μακρο-, κατά το microscopique = μικροσκοπικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρόστενος -η -ο [makróstenos] Ε5 : που είναι μακρύς και στενός· στενόμακρος: Ένας ~ διάδρομος. Mακρόστενη αίθουσα. Ένα μακρόστενο τραπέζι με μήκος πέντε μέτρα και πλάτος ένα.
[μακρο- + στεν(ός) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρόσυρτος -η -ο [makrósirtos] Ε5 : α. που έχει μεγάλη διάρκεια, παρατεταμένος: ~ θόρυβος. Mακρόσυρτη ομιλία. Mακρόσυρτο μπουμπουνητό. β. που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό: Mακρόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια. || Mακρόσυρτα βήματα.
μακρόσυρτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μακρο- + συρ- (σύρω) -τος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μακροσφονδυλάτος, επίθ.
-
- Μακρολαίμης:
- κύκνε … μακροσφονδυλάτε (Πουλολ. 7).
[<επίθ. μακρός + ουσ. σφόνδυλος + κατάλ. ‑άτος]
- Μακρολαίμης: