Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακράν, επίρρ.· μακρά· μακράς.
-
- 1) (Τοπ.) μακριά, σε απόσταση, σε μακρινό τόπο:
- (Πανώρ. Πρόλ. 43)·
- (με άρθρο):
- βλέπει (ενν. η καρδιά) στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει (Ερωτόκρ. Ά 1079)·
- (μεταφ.):
- μακρά … από την αλήθεια (Σουμμ., Ρεμπελ. 163)·
- φρ. είμαι ή κρατώ μακρά = διαφέρω:
- (Ερωτόκρ. Β́ 795), (Ά 498).
- 2) (Χρον.) φρ. πάγω μακρά = αργώ, καθυστερώ:
- (Ροδολ. Γ́ 458).
[αρχ. επίρρ. μακράν. Ο τ. ‑ά στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.· τ. ‑gρά στην Απουλία (Καραν.). Βλ. και απόμακρα]
- 1) (Τοπ.) μακριά, σε απόσταση, σε μακρινό τόπο: