Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακαρίζω [makarízo] -ομαι Ρ2.1 : θεωρώ κπ. ευτυχισμένο, εκφράζω τη γνώμη ότι έχει ευνοηθεί από την τύχη: Όλοι τον μακάριζαν για τα πλούτη του. Mην τον μακαρίζεις· έχει κι αυτός τα βάσανά του. (γνωμ.) μηδένα προ του τέλους* μακάριζε.

[αρχ. μακαρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μακαρίζω.
  • 1) Θεωρώ κάπ. ευτυχισμένο ή ευλογημένο:
    • (Καλλίμ. 1636), (Σπαν. M 81).
  • 2) (Προκ. για νεκρό)
    • α) (με υποκ. το Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα:
      • πολλούς αντρειωμένους … εφουρκίζαν … και ο Θεός να τους μακαρίσει (Μαχ. 40410· Τζάνε, Κρ. πόλ. 38216
    • β) εύχομαι την ανάπαυση της ψυχής κάπ., μνημονεύω:
      • (Αχιλλ. L 1262
      • εμακαρίσαν και τους χριστιανούς όπου 'σκοτώθησαν (Μαχ. 15218).
  • 3) Ευχαριστώ, ευγνωμονώ:
    • το μοιρογράφημαν της τύχης μακαρίζω (Καλλίμ. 737).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) αξιομακάριστος, αξιοζήλευτος:
      • ζεύγος μακαρισμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [250]
    • β) (προκ. για νεκρό):
      • ο μακαρισμένος ο ρήγας εποίκεν διαθήκην (Βουστρ. 2026).

[αρχ. μακαρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες