Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαθαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαθαίνω [maθéno] -ομαι Ρ αόρ. έμαθα, απαρέμφ. μάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. μαθημένος* : αποκτώ γνώση, πληροφορούμαι κτ.: Έμαθα από το δικηγόρο μου το αποτέλεσμα της δίκης. Πρέπει να μάθω την αλήθεια. Έμαθα ότι με ζήτησες και ήρθα. Tα έμαθες τα νέα; - Όχι· τι έγινε; (γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια*. 1α. αποκτώ γνώσεις, ιδίως ένα σύνολο γνώσεων, με πνευματική εργασία ή με συνεχή άσκηση: ~ μια τέχνη / μια ξένη γλώσσα. ~ γράμματα, σπουδάζω. Ο άνθρωπος από τη φύση του θέλει πάντα να μαθαίνει. ~ να κάνω κτ., αποκτώ τη σχετική γνώση ή πείρα. ~ να διαβάζω / να παίζω κιθάρα. ΠAΡ Mάθε τέχνη* κι άσ΄ τηνε, κι αν πεινάσεις πιάσ΄ τηνε. β. κάνω κτήμα μου, αφομοιώνω ορισμένη γνώση ή διδασκαλία: Πολύ δύσκολο αυτό το μάθημα· δε μαθαίνεται εύκολα. ~ κτ. απ΄ έξω, το αποστηθίζω. γ. εξοικειώνομαι με κτ. ή το συνηθίζω: ~ το πιοτό / το κάπνισμα. Στο στρατό έμαθα το τσιγάρο. Έμαθε να ζει χωρίς να δουλεύει. Δεν έχω μάθει να ξυπνώ νωρίς. ΠAΡ Tώρα στα γεράματα* μάθε γέρο γράμματα. 2. διδάσκω, μεταδίδω τις γνώσεις μου, την πείρα μου σε κπ.: Ο πρώτος μου δάσκαλος μου έμαθε να διαβάζω και να γράφω. 3α. με απειλητικό νόημα, σε προειδοποίηση για να αποτραπεί μια απρεπής συμπεριφορά: Θα σε μάθω εγώ να λες ψέματα!, θα σε τιμωρήσω ώστε να μην ξαναπείς ψέματα. β. συμπεριφέρομαι όπως πρέπει, σωφρονίζομαι: Tον έδειρα για να μάθει. 4. πληροφορούμαι: Έμαθες τι ώρα φεύγει το αεροπλάνο; Έμαθε τη μετάθεσή του. Mάθε αν έχει θέση στο κάμπιγκ.

[μσν. μαθαίνω < αρχ. μανθάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. μαθ- (π.χ. αόρ. ἔμαθον)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαθαίνω, μαθάνω,
βλ. μανθάνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες