Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαζώνω [mazóno] -ομαι Ρ αόρ. μάζωξα, απαρέμφ. μαζώξει, παθ. αόρ. μαζώχτηκα, απαρέμφ. μαζωχτεί, μππ. μαζωμένος : (λαϊκότρ.) μαζεύω.
[μσν. μαζώνω < μάζ(α) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαζώνω· μαζώχνω· αόρ. (ε)μάζωξα.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Συγκεντρώνω:
- Συνήθιν έν τω βασιλιώ … φουσσάτα να μαζώνου (Φορτουν. Ιντ. δ́ 2)·
- (μεταφ.):
- εμάζωξε και λογισμούς πολλούς εις την καρδιάν του (Διγ. Z 1827)·
- β) (προκ. για καρπούς) συγκομίζω, σοδιάζω:
- αμπέλια να φυτέψεις … και να μη μαζώξεις (Πεντ. Δευτ. XXVIII 39)·
- (με σύστ. αντικ.):
- μάζωμα του θέρους σου μη μαζώξεις (Πεντ. Λευιτ. XIX 9)·
- γ) αποταμιεύω:
- μαζώνετε δηνέρια να έχετε εις θάνατον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. III 41)·
- δ) περισυλλέγω:
- κονιορτός να γένουμουν … να μ’ εμαζώνασιν (Περί ξεν. 236)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Έξ. V 12).
- α) Συγκεντρώνω:
- 2) Συγκαλώ, προσκαλώ:
- εμάζωξαν ο Μωσέ και ο Ααρών τη συναγωγή (Πεντ. Αρ. XX 10)·
- πέμπει και μαζώνει τους μεγιστάνους … να έλθουσι (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415).
- 3) Παρασύρω, σαγηνεύω:
- εγώ (ενν. η πολιτική) γυρίζω μοναχή, μαζώνω τους κοπέλους (Σαχλ., Αφήγ. 881).
- 4) Συμπτύσσω:
- Εμάζωνε (ενν. το φαρίν) τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα άπλωνέν τα (Διγ. Άνδρ. 31916).
- 5) Αρπάζω, κλέβω:
- εμάζωξε το πράμα τους και το λαό σκλαβώνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23714).
- 6) Απομακρύνω, εξαφανίζω:
- εγέννησεν (ενν. η Ραχέλ) γιο και είπεν: «Εμάζωξεν ο Θεός την εντροπή μου» (Πεντ. Γέν. XXX 23).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Συγκεντρώνω, συγκομίζω:
- εορτή των καλυβιών να κάμεις … όνταν μαζώξεις από το αλώνι σου (Πεντ. Δευτ. XVI 13).
- 2) Αποταμιεύω:
- διά τον εμαυτόν σου μάζωνε και καλόν θέλει σ’ έβγει (Σαχλ., Αφήγ. 293).
- 1) Συγκεντρώνω, συγκομίζω:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι:
- όλοι να μαζωχτούμεν … και να συμβουλευθούμεν (Άλ. Κύπρ. 1178)·
- β) επιτίθεμαι ομαδικά σε κάπ.:
- ουχ εύρισκον τινάς ανδρειωμένους να μαζωχθούν απάνω μου (Διγ. Z 2944)·
- γ) (προκ. για στράτευμα) συμπτύσσομαι, πυκνώνω:
- έρχουνταν μαζωμένοι διχώς τάξιν πολεμικήν (Παλαμήδ., Βοηβ. 283).
- α) Συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι:
- 2) Συγκαλούμαι, συνέρχομαι:
- (Βακτ. αρχιερ. 218)·
- να έλθουσιν εις την σύνοδον ετούτην οπού μαζώνεται από κάθε επαρχίαν (Χριστ. διδασκ. 479).
- 3) Συμμαζεύομαι, μπαίνω σε τάξη:
- εμαζώχθην η χώρα και εγίνην μεγάλη (Συναδ. φ. 49r).
- 4) Περιορίζομαι:
- όλη μου η ζωή ευρέθη μαζωμένη σ’ ετούτον τον μικρότατον τόπον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [223]).
- 5) Επανέρχομαι (συν. στο σπίτι):
- όντε μαζωθούν αργά, έρχονται κουρασμένοι (Σαχλ., Αφήγ. 180).
- 6) Παίρνω επιφυλακτική στάση:
- Ως τ’ άκουσε εμαζώχτηκε (Ερωτόκρ. Έ 941).
- 7) (Προκ. για θάνατο) κατευθύνομαι για να προστεθώ σε κάπ.:
- μαζώνομαι προς τον λαό μου· θάψετε εμέν προς τους γονιούς μου (Πεντ. Γέν. XLIX 29).
- 1)
- Φρ.
- 1) Μαζώνω τη βουλή μου = παίρνω απόφαση:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632).
- 2) Με μαζώνει ο Χάρος = πεθαίνω:
- (Φορτουν. Δ́ 258).
[<ουσ. μάζα + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. το 12. αι., στο Meursius (λ. ‑όννειν) και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.