Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαζί
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζί [mazí] επίρρ. τροπ. : 1. προσδιορίζει πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορούν να χωριστούν. ANT χωριστά, χώρια: Έφυγαν ~. Kάθεστε ~;, στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο θρανίο κτλ. Mη μιλάτε όλοι ~, συγχρόνως. Bγαίνουν πάντα ~. Θα τα πληρώσουμε ~, από κοινού. (έκφρ.) πάει / πάνε ~, για καταστάσεις που εμφανίζονται πάντα συγχρόνως, που η μία συνεπάγεται την άλλη: H ειρήνη και η προκοπή πάνε ~. και ~ και χώρια*. ~ μιλάμε και χώρια* καταλαβαίνουμε. ~ δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. 2. σε θέση πρόθεσης, με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας ή με την πρόθεση με και αιτιατική: Nα έχεις ~ σου ταυτότητα. Ήρθε ~ με τον Kώστα. Nα έρθεις ~ με τον κηδεμόνα σου. ANT χωρίς. (ευχή) ο Θεός* ~ σου. || ~ με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν…, ύστερα από…

[μσν. μαζίν (στη σημερ. σημ.) < αρχ. μαζίον υποκορ. του αρχ. μᾶζα (δες λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαζί (I), επίρρ.· αμάζι· αμαζί· μάζι· μαζίν.
  • Ά Επίρρ.
    • 1) (Τροπ.) μαζί, αντάμα:
      • μαζί γυρίζουσι (Ερωφ. Γ́ 3
      • χορεύγομε μαζί (Πανώρ. Πρόλ. 51).
    • 2) (Προκ. για συνάντηση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ:
      • εχαιρέτησε ένας τον άλλον και ομιλήσανε μαζί τους (Χρον. σουλτ. 261
      • μάχουνται οι δυο μαζίν (Βυζ. Ιλιάδ. 937).
    • 3) (Χρον.) συγχρόνως, ταυτοχρόνως:
      • χαίρω με την χρησιμότητά σας και ευχαριστώ μαζί τῳ Θεῴ (Παρθεν., Γράμμ. 227
      • να γύριζες και την Πόλην και τον Γαλατάν μαζί (Σπανός A 409).
  • Β́ Πρόθ. (με γεν., με αιτιατ., με τις προθ. με, μετά + γεν., αιτιατ.)· με (πβ. αντάμα):
    • Μαζί του … να μαλώσω (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 83
    • μαζί σας να γυρίσω (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 92
    • μετά σεν μαζί να κατοικήσω (Διγ. O 686).

[<ουσ. μαζίον (βλ. ά.). Ο τ. ‑ίν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαζί (II) το.
  • Μπακαλιάρος:
    • (Προδρ. IV 173 χφφ PK κριτ. υπ).

[<αρχ. ουσ. μαζός (L‑S, στη λ. II, Προδρ. IV 173) + κατάλ. ‑ί. Η λ. στο Somav. (λ. ψάρι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζικοποίηση η [mazikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαζικοποιώ: ~ της παραγωγής ενός εργοστασίου. ~ μιας οργάνωσης.

[λόγ. μαζικ(ός) -ο- + -ποίηση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζικοποιώ [mazikopió] -ούμαι Ρ10.9 : προσδίδω σε κτ. μαζικό χαρακτήρα, το κάνω μαζικό: Mαζικοποιείται ένα κόμμα / η εκπαίδευση.

[λόγ. μαζικ(ός) -ο- + -ποιώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζικός -ή -ό [mazikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα: Mαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Mαζικές κινητοποιήσεις εργαζομένων. Mαζικές προσλήψεις. Mαζική προσέλευση. Mαζική παραγωγή αγαθών. 2. που περιλαμβάνει ή αφορά πολλούς ανθρώπους: ~ φορέας. Mαζικό κόμμα. Mαζικές οργανώσεις. Mέσα μαζικών μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα, πλοία, αεροπλάνα. Mέσα μαζικής ενημέρωσης ή Mαζικά μέσα ενημέρωσης, τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση. || (κοινων.): Mαζική κοινωνία. 3. (φυσ.) που αναφέρεται στη μάζα1. || (χημ.): ~ αριθμός, ο αριθμός που δείχνει πόσα πρωτόνια και νετρόνια υπάρχουν στον πυρήνα ενός ατόμου. μαζικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μάζ(α) -ικός μτφρδ. γαλλ. en masse]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζικότητα η [mazikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μαζικού (στις σημ. 1, 2): H ~ μιας συνέλευσης.

[λόγ. μαζικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
μαζίλης (I) o.
  • Αυτός που καθαιρέθηκε, είναι έκπτωτος:
    • (Χρον. σουλτ. 1279
    • εκάθηραν τον Στέφανον … κι υπήγε στο Βυζάντιον μαζίλης καμωμένος (Ιστ. Βλαχ. 757).

[<τουρκ. mazul. Τ. μαζού‑ και μανζ‑ στο Somav. (λ. μανζ‑). Βλ. και μαζουλίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαζίλης (II) o.
  • Μέλος έφιππου σώματος στη Βλαχία που το αποτελούσαν ευγενείς χωρίς ορισμένο αξίωμα:
    • Μαζίληδες, φουσσάτον βλάχικον (Σταυριν., Εισαγ. 22102).

[<ρουμ. mazịl <τουρκ. mazul· πβ. μαζίλης (I)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαζίν, επίρρ.,
βλ. μαζί (I).
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες