Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαδίζω (Ι).
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Τραβώ βίαια, αποσπώ:
- βλέπουν … γυναίκαν και να δέρνεται, τας τρίχας να μαδίζει (Καλλίμ. 1337)·
- β) βγάζω τις τρίχες, ξεμαλλιάζω, αποτριχώνω:
- κόπτει και τα μαλλιά της και … μαδίζει την κορφήν της (Σπαν. (Ζώρ.) V 448)·
- άλλες με τα μαχαιράκια και μαδίζουν τα φρυδάκια (Συναξ. γυν. 523)·
- (με σύστ. αντικ.):
- να μη μαδίσουν (ενν. οι ιεριάδες) μάδισμα εις το κεφάλι τους (Πεντ. Λευιτ. XXI 5)·
- γ) (μεταφ. προκ. για τόπο μαδαρό, βλ. ά. 2):
- ο κάβος … δείχνει ωσάν μαδισμένος (Πορτολ. Α 35818).
- α) Τραβώ βίαια, αποσπώ:
- 2) Ξεπουπουλίζω:
- μάδιζε όλα τα πτερά (Ιερακοσ. 36721).
- 3) (Μεταφ.) παίρνω χρήματα από κάπ. με επιλήψιμο τρόπο:
- οι πολ’τικές … τους γέροντας μαδίζουν (Σαχλ. Á PM 243).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Χάνω τα φτερά:
- Όταν ίδῃς τον ιέρακα ότι την κοιλίαν αυτού μαδίζει … (Ορνεοσ. 52622‑3)·
- β) (προκ. για δέντρο) χάνω το φύλλωμα ή τον καρπό:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13421)·
- να μαδίσει η ελιά σου (Πεντ. Δευτ. XXVIII 40).
- α) Χάνω τα φτερά:
- 2) (Προκ. για φύλλο δέντρου) πέφτω κάτω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 346).
- 1)
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) τραβώ τα μαλλιά μου:
- Η μήτηρ μου εμαδίζετον, λύπες μεγάλες κάμνει (Ιμπ. 186).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Φαλακρός:
- την κουδούπαν σου αυτήν την μαδισμένην (Προδρ. I 154).
- 2) (Προκ. για δέντρο) απογυμνωμένος (από φύλλα και άνθη):
- δέντρο από τσ’ αθούς και φύλλα μαδισμένο (Ζήν. Β́ 378).
- 1) Φαλακρός:
[<αόρ. του μαδώ. Η λ. στο L‑S, στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. σε διάφ. τ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαδίζω (ΙΙ).
-
- Ά Μτβ.
- 1) Επιτίθεμαι, πολεμώ κάπ.:
- απόστειλε (ενν. ο βασιλεύς) τα φουσσάτα του, τον πρίγκιπα μαδίζει (Χρον. Μορ. H 4800)·
- (ενίοτε με τις προθ. με, μετά):
- έχομεν μαδίσει με τον λαόν του βασιλέως (Χρον. Μορ. H 6742· 9073).
- 2) Εκπολιορκώ, κατανικώ:
- το κάστρον να μαδίσομεν (Καλλίμ. 1183)·
- 3) Καταβάλλω, νικώ:
- είχε δε και σκύλον μέγαν …, ός και λέοντα εμάδιζε (Παράφρ. Χων. 418).
- 1) Επιτίθεμαι, πολεμώ κάπ.:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Συμπλέκομαι, επιτίθεμαι:
- είδε τους πως μαδίζαν (ενν. οι πετεινοί) (Αιτωλ., Μύθ. 107).
- 2) Ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω:
- μη μαδίσετε εις τη στράτα (Πεντ. Γέν. XLV 24).
- 1) Συμπλέκομαι, επιτίθεμαι:
[<*ομαδίζω <επίρρ. ομάδι. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ά Μτβ.