Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγαζί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγαζί το [maγazí] Ο43 : 1α. κλειστός χώρος, συνήθ. ισόγειος, στον οποίο εκθέτουν και πουλούν διάφορα εμπορεύματα συνήθ. λιανικώς· εμπορικό κατάστημα: Aκριβό / φτηνό ~. Ράφια / βιτρίνα ενός μαγαζιού. Ο υπάλλη λος άνοιξε το ~ νωρίς το πρωί και το έκλεισε το απόγευμα. Bρήκα κλειστό το ~ και δεν μπόρεσα να ψωνίσω. ANT ανοιχτό. Έχω ~, για ιδιοκτή τη μαγαζιού. Aνοίγω* ~. Kλείνω* το ~. || εργαστήριο: Tο ~ του τσαγκά ρη. β. (οικ.) κέντρο διασκεδάσεως: Ψάχνει ~ για να τραγουδήσει την καλοκαιρινή σεζόν. γ. (μειωτ.) για οποιαδήποτε οικονομική επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία: Aν κάνουν δυο ώρες για να βγάλουν ένα χαρτί, πες τους να το κλείσουν το ~. 2. (πληθ.) α. το τμήμα πόλης ή χωριού, στο οποίο βρίσκονται πολλά μαγαζιά· εμπορικό κέντρο: Πήγε στα μαγαζιά για ψώνια. β. (μτφ., λαϊκ.) το άνοιγμα του αντρικού παντελονιού: Kούμπωσε το παντελόνι σου, γιατί σήμερα είναι Kυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά. μαγαζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[βεν. *magazin με αποβ. του τελικού [n] < αραβ. mahāzin `αποθήκη καταστήματος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μαγαζί το· μαγαζί(ο)ν· μαγατζί· πληθ. μαγατζά.
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζένι(ν), μαγαζές.
  • α) Αποθήκη:
    • τα σπίτια και τα μαγατζιά, οπού ’χασιν τα στάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36011
    • (ιδιάζ. χρ.):
      • να ανοίξει ο Κύριος εσέν το μαγαζί του το καλό, τον ορανό, να δώσει τη βροχή της ηγής σου (Πεντ. Δευτ. XXVIII 12
  • β) κατάστημα ή εργαστήριο:
    • (Επιστ. Μωάμ. 674), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37913).

[<ανατολ. βεν. magasín, αραβ. προέλ. (Kahane-Tietze 1958: 278-9). Η λ. στο Du Cange (‑άζι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες