Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαίνομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαίνομαι [ménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μανιάζω. α. βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση: Όρμησε σαν μαινόμενος ταύρος. ~ εναντίον κάποιου, είμαι πολύ θυμωμένος μ΄ αυτόν. β. για κτ. που βρίσκεται σε ένταση, σε έξαρση: Mαίνεται η τρικυμία / η θύελλα / η πυρκαγιά.

[λόγ. < αρχ. μαίνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
μαίνομαι.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Κατέχομαι από μανία, κάνω σαν τρελός, είμαι εξαγριωμένος:
      • (Λίβ. Sc. 1688
      • Τύχη μου μαινομένη (Καλλίμ. 2362
      • (προκ. για ζώο):
        • λέαιναν … μαινομένην (Διγ. Z 1446
      • (με σύστ. αντικ.):
        • μαίνεται μανίαν (Λίβ. Sc. 2072).
    • 2) Ξεσπώ ορμητικά:
      • (Σοφιαν., Παιδαγ. 116).
  • Β́ (Μτβ.) οργίζομαι εναντίον κάπ., απεχθάνομαι, μισώ κάπ. ή κ.:
    • εμάνην το και ου θέλω να το βλέπω (Προδρ. IV 388
    • (με αντικ. σε γεν.):
      • μαίνεταί σου εγκαρδιακά (Σπαν. (Μαυρ.) P 269).
  • [αρχ. μαίνομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες