Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίτρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίτρα η [mítra] Ο25 : κάλυμμα του κεφαλιού, περίπου σφαιρικού σχήματος, που ανήκει στα ιερά άμφια του επισκόπου: H ~ του δεσπότη / του μητροπολίτη. Xρυσή ~ στολισμένη με πολύτιμες πέτρες.

[λόγ. < ελνστ. μίτρα `διάδημα΄, αρχ. σημ.: `ανατολίτικο τουρμπάνι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μίτρα η.
  • Στέμμα των αρχιερέων:
    • μίτραν ωραιοτάτην … έβαλε (ενν. ο πατριάρχης) στο κεφάλι του (Αρσ., Κόπ. διατρ. [452]).

[αρχ. ουσ. μίτρα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες