Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήτρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μήτρα η [mítra] Ο25 : 1. όργανο της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το έμβρυο: Σώμα / τράχηλος / τοιχώματα / διαστολή της μήτρας. Kαρκίνος / πτώση της μήτρας. ΦΡ πέφτει η ~ κάποιου, ειρωνικά, παθαίνει κτ. σοβαρό, ανεπιθύμητο: Tι θα πάθεις δηλαδή αν κάνεις εσύ την αρχή; θα σου πέσει η ~; 2α. κάθε στερεό σώμα με κοιλότητα ορισμένου σχήματος, μέσα στην οποία χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο, όταν στερεοποιηθεί, παίρνει αυτό το σχήμα· καλούπι: H ~ ενός χάλκινου αγάλματος. β. (μτφ.) το πρότυπο.

[1: αρχ. μήτρα· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. matrice]

[Λεξικό Κριαρά]
μήτρα η.
  • Μήτρα:
    • (Διακρούσ. 6941
    • έκφρ. άνοιγμα μήτρας, βλ. άνοιγμα·
    • φρ. ανοίγω τη μήτρα, βλ. ανοίγω Φρ. 5.

[αρχ. ουσ. μήτρα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μητραλοίας ο, (Φυσιολ. (Zur.) XVII 37‑8μητραλῴας, (Φυσιολ. (Kaim.) 27a5μητρολοίας, (Φυσιολ. (Kaim.) 26a4μητρολῴας, (Φυσιολ. (Kaim.) 26b4).

[αρχ. ουσ. μητραλοίας. Οι τ. ‑λῴ‑ και ‑ολῴ‑ μτγν. Για τον τ. ‑ολοί‑ βλ. Steph.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες