Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μέτωπον το· μέτουπον· μέτωπο.
-
- 1) Κούτελο, μέτωπο:
- (Ιατροσ. κώδ. ͵αή), (Διγ. Z 1471).
- 2) (Μεταφ.) προκ. για το επάνω περιθώριο (αυτοκρατορικού) εγγράφου:
- το άνωθεν μέτωπον του χρυσοβούλλου (Σφρ., Χρον. 11813).
[αρχ. ουσ. μέτωπον. Ο τ. ‑ο και σήμ.]
- 1) Κούτελο, μέτωπο: