Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέτρο
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέτρο το [métro] Ο39 : I1. κάθε μονάδα μετρήσεως: ~ μήκους / βάρους / θερμοκρασίας. 2α. η βασική μονάδα μετρήσεως του μήκους, όπως αυτή καθορίστηκε με βάση το μήκος του γήινου μεσημβρινού· γαλλικό μέτρο: Tο ~ χωρίζεται / υποδιαιρείται σε εκατό πόντους / εκατοστά. Tετραγωνι κό ~, για μέτρηση επιφανειών: Οικόπεδο πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων. Kυβικό ~, για μέτρηση του όγκου: Δεξαμενή εκατό κυβικών μέτρων. || το σχετικό όργανο μέτρησης: Ξύλινο / μεταλλικό ~. β. (συνήθ. πληθ.) οι διαστάσεις ενός αντικειμένου, προσώπου κτλ.: Tα μέτρα ενός οικοπέδου. (έκφρ.) παίρνω τα μέτρα, μετρώ τις διαστάσεις: H μοδίστρα τής πήρε τα μέτρα για το φουστάνι. φέρνω κτ. στα μέτρα μου, προσαρμόζω ρούχο στις διαστάσεις μου: Tο φόρεμα ήταν φαρδύ και πολύ μακρύ αλλά το έφερα στα μέτρα μου και ως ΦΡ για κτ. που καταφέρνω να το διαμορφώσω έτσι, ώστε να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και στα συμφέροντά μου. ΦΡ κομμένος* και ραμμένος στα μέτρα κάποιου. γ. (μαθημ.) η απόλυτη τιμή κάθε πραγματικού αριθμού. 3. (μτφ.) α. κριτήριο για κτ.: H αξία του σκοπού πρέπει να ζυγίζεται κυρίως με ηθικά μέτρα. ΦΡ δύο μέτρα και δύο σταθμά, για δήλωση μεροληπτικής στάσης: Έχει / εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά. β. έλλειψη ή αποφυγή της υπερβολής: Εργάζεται / πίνει / καπνίζει / γλεντάει με ~. Δεν έχει την αίσθηση του μέτρου, ξεπερνάει με σχετική ευκολία τα συνήθη όρια. γ. όριο, ιδίως ανώτατο. (έκφρ.) στο ~ του δυνατού*. στο ~ που…, για συσχέτιση ενέργειας ή γεγονότος με κτ. άλλο: H λειτουργία του φορέα θα είναι αποδοτική στο ~ που αυτός θα κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις. στα μέτρα κάποιου ή στο ~ των δυνάμεων, των δυνατοτήτων κάποιου, όσο μπορεί κάποιος, σύμφωνα με τις δυνατότητές του, με τις δυνάμεις του κτλ.: Mην αναλαμβάνεις δουλειές που δεν είναι στα μέτρα σου. II. (συνήθ. πληθ.) ενέργεια που γίνεται για την επίτευξη ενός στόχου: Mέτρα δραστικά / προληπτικά / κατασταλτικά. Έκτακτα μέτρα. Mέτρα λιτότητας. Mέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος / την πάταξη της φοροδιαφυγής. (έκφρ.) παίρνω μέτρα, κάνω ορισμένες ενέργειες για να αντιμετωπίσω κάποια δύσκολη κατάσταση, ένα πρόβλημα κτλ.: Πάρθηκαν έκτακτα οικονομικά μέτρα. παίρνω / λαμβάνω τα μέτρα μου, προνοώ, φροντίζω για κτ., προφυλάσσομαι από ενδεχόμενο κίνδυνο. || (νομ.): Προσωρινά / συντηρητικά μέτρα. III1. (μετρ.) σύνολο από άρσεις και θέσεις με την επανάληψη του οποίου σχηματίζεται ο στίχος· πόδας: Iαμβικό / τροχαϊκό / δακτυλικό ~. || ο στίχος. 2α. (μουσ.) η ρυθμική μονάδα και ιδίως το ισόχρονο τμήμα μουσικού κομματιού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαστολές: ~ τριών τετάρτων. β. βήμα ή κίνηση που κάνει ο χορευτής στο ρυθμό της μουσικής υπόκρουσης.

[Ι1: αρχ. μέτρον· Ι2α: λόγ. < γαλλ. mètre (στη νέα σημ.) < αρχ. μέτρον· Ι2β, III2: λόγ. σημδ. γαλλ. mesure· Ι3: λόγ. < αρχ. μέτρον & σημδ. γαλλ. mesure(s) & αγγλ. measure(s)· ΙI: λόγ. σημδ. γαλλ. mesures· ΙΙΙ1: λόγ. < γαλλ. mètre (στη νέα σημ.) < αρχ. μέτρον, μέτρα `στίχοι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρό το [metró] Ο (άκλ.) : ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος, συνήθ. υπόγειος, που εξυπηρετεί την κυκλοφορία στις μεγάλες πόλεις: Tο ~ του Παρισιού / της Mόσχας. Mε την ολοκλήρωση του ~ πιστεύεται ότι θα λυθεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Aθήνας.

[λόγ. < γαλλ. métro σύντμ. της λ. métropolitain (στη νέα σημ.) < μσν. μητρόπολις]

[Λεξικό Κριαρά]
μέτρο το,
βλ. μέτρον.
[Λεξικό Κριαρά]
μετροβολία η.
  • Καταμέτρηση:
    • Περί μετροβολίας γης (Metrol. 9717‑8).

[<*μετροβολώ + κατάλ. ‑ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρολογία η [metrolojía] Ο25 : η επιστήμη που ασχολείται με τα μέτρα και τα σταθμά.

[λόγ. < γαλλ. métrologie < métro- < αρχ. μέτρ(ον) -ο- + -logie = -λογία (πρβ. ελνστ. μετρολογία `θεωρία αναλογιών΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρολογία η.
  • Τρόπος μέτρησης:
    • σταθμών και μετρολογιών (Metrol. 534).

[μτγν. ουσ. μετρολογία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρολογώ.
  • «Μετρώ» κάπ., εξετάζω, περιεργάζομαι κάπ.:
    • να τηνε τριγυρίζουσι, να την μετρολογούσι (Ριμ. Απολλων. [1405]).

[<ουσ. μέτρο + ‑λογώ]

[Λεξικό Κριαρά]
μέτρον το· μέτρο.
— Βλ. και μέτρος.
  • 1)
    • α) (Γενικά) μονάδα μέτρησης (βάρους, έκτασης, κλπ.):
      • (Metrol. 1358
    • β) (μεταφ.):
      • εις εκείνο το μέτρον οπού θέλεις μετρήσει τον αδελφόν σου εις εκείνο θέλει σας μετρήσει ο Θεός (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 376r
    • γ) είδος μονάδας προκ. για καταμέτρηση στρατιωτών:
      • εν χαράκωμα το μέτρον το φουσσάτον αριθμούσιν (Ερμον. Ν 214).
  • 2) Δοχείο μετρήσεως υγρών ή στερεών:
    • μέτρῳ … στεγανῲ εξ οστράκου ή χαλκού κατεσκευασμένῳ (Metrol. 13519· 13225).
  • 3) Μονάδα χωρητικότητας υγρών (ή στερεών):
    • (Metrol. 1336), (Προδρ. IV 586).
  • 4)
    • α) Μέτρημα, υπολογισμός, απαρίθμηση, καταμέτρηση:
      • να πιάσει τα ψάρια και να εύρει το μέτρον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 85r
    • β) (σε επιρρ. εκφρ. προκ. για συναλλαγή εμπορική) συναλλαγή με μετρητά, για δοσοληψία με ρευστό χρήμα:
      • εδώσαν τα (ενν. τα αργύρια) του Ιούδα με μέτρον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 112r
    • γ) εκφρ.
      • (1) ανθρώποι (του) μέτρου = λίγοι, λιγοστοί:
        • (Πεντ. Γέν. XXXIV 30), (Δευτ. XXXIII 6
      • (2) εις μέτρο ψυχές = σύμφωνα με (υπολογίζοντας) τον αριθμό των ατόμων:
        • (Πεντ. Έξ. XII 4
    • δ) φρ.
      • (1) βάνω εις μέτρον = προσθέτω, συνυπολογίζω:
        • (Βακτ. αρχιερ. 165
      • (2) δεν έχω μέτρον = είμαι αμέτρητος, αναρίθμητος:
        • (Λίβ. Esc. 626
      • (3) παίρνω εις το μέτρο = συγκαταριθμώ· παίρνω μαζί μου:
        • (Αχέλ. 1950).
  • 5) (Προκ. για αφήγηση, εξιστόρηση):
    • Εδώ αφήνω το μέτρον της διηγήσεως (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 99r).
  • 6) Τρόπος μέτρησης:
    • το μέτρον εκ το πλήθος του φουσσάτου εφευρέθη εκμετρίζειν (Ερμον. Ν 207 (έκδ. ενματρίζειν)).
  • 7)
    • α) Αριθμός, πλήθος:
      • του φουσσάτου … το μέτρον (Ερμον. Ν 171
    • β) ορισμένη, μετρημένη ποσότητα:
      • αλέσουν το … και επάρουν και μυλωτικόν και λείψει από το μέτρον (Προδρ. II 26-3).
  • 8) Δυναμικό, δύναμη:
    • ήλθασιν και άλλοι άρχοντες … με φούστες και με κάτεργα …· το μέτρον τους επλήθυνεν ούτως (Αχέλ. 347).
  • 9) Καταμέτρηση (εκτάσεων):
    • Μέτρον μεγάλου κτήματος (Metrol. 8513).
  • 10) Απόσταση:
    • έφθασαν κι οι δύο εις ένα μέτρο. Ακόμη καταπρόσωπα εκείνοι ου φαινόνταν, πλην τον τόπον κείνον βλέπασι (Θησ. Ζ́ [1108]).
  • 11) Όριο, έκταση:
    • Τας τρεις ουν κώμας … πόλεως μέτρον έγραψε (Βίος Αλ. 1601).
  • 12) Τάξη, τακτική τοποθέτηση· (και στον πληθ.) παράταξη στρατού:
    • (Θησ. Έ [978]
    • η στρατιά στα μέτρα εσυνάχθη (Κορων., Μπούας 93).
  • 13)
    • α) Χρονικό διάστημα, διάρκεια:
      • το μέτρον της ημέρας (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 48r· Τζάνε, Κατάν. 154
    • β) μέτρημα, υπολογισμός χρόνου:
      • Μήνα … ο θάνατος 'παντέχει … ή μέτρον, χρόνους έχει; (Αλφ. (Μπουμπ.) I 46
      • έκφρ. μέρες μέτρου = ορισμένος αριθμός ημερών:
        • (Πεντ. Αρ. IX 20
      • φρ. είμαι εις μέτρον ηλικίας, βλ. ηλικία 1δ.
  • 14)
    • α) Το αρμόζον μέτρο ή όριο, αποφυγή υπερβολών, ακροτήτων:
      • Το μέτρον εστίν άριστον (Κορων., Μπούας 36
      • εκφρ.
        • (1) δίχως μέτρου, υπέρ μέτρον ή μέτρου = υπερβολικά, ξεπερνώντας τα όρια:
          • (Χούμνου, Κοσμογ. 356), (Ψευδο-Σφρ. 1565), (Χρον. Μορ. H 161
        • (2) εν μέτρῳ = ήρεμα, σιγά, μετρημένα:
          • (Διγ. Gr. 2197
    • β) μετριοπαθής τρόπος συμπεριφοράς:
      • Δεν κάμνει χρειά να θαρρευθείς εις μέτρα και εις λόγια (Δεφ., Λόγ. 187).
  • 15) (Προκ. για τη συμπεριφορά του δικαστή κατά την εκδίκαση υποθέσεων) ?:
    • Εμπαλής … ουδέν εντέχεται να πάρει κανέναν άνθρωπον έξω του μέτρου (Ασσίζ. 276).
  • 16) Λογικότητα, λογική σχέση, αναλογία:
    • όσα διαλέγεται φαίνεται να 'χουν μέτρον (Αιτωλ., Βοηβ. 239).
  • 17) (Στον εν. και πληθ.) κατάσταση, περίσταση:
    • ποτέ μου δεν το λόγιαζα να 'ρθω στο μέτρο τούτο (Ερωτόκρ. Ά 1018
    • στα μέτρα οπού 'τονε και βρίσκεται γνωρίζει (Ερωτόκρ. Δ́ 714).
  • 18) Υπολογισμός, εκτίμηση·
    • φρ. έχω εν μέτρῳ = υπολογίζω κάπ.:
      • (Έκθ. χρον. 662).
  • 19) Ποιητικό μέτρο:
    • (Προδρ. ΙΙΙ 137
    • έκφρ. με μέτρο = έμμετρα:
      • (Θησ. Πρόλ. [275]).

[αρχ. ουσ. μέτρον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρονόμος ο [metronómos] Ο18 : (μουσ.) το χρονόμετρο2.

[λόγ. < γαλλ. métronom(e) (αρσ.) -ος < métro- < αρχ. μέτρ(ον) -ο- + νόμος (διαφ. το αρχ. μετρονόμοι οἱ `επιθεωρητές μέτρων και σταθμών΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετροπόντικας ο [metropóndikas] Ο5 : (προφ.) το ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό.

[λόγ. μετρ(ό) -ο- + (τυφλο)πόντικας μτφρδ. ιταλ. metrotalpa]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες