Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μέταλλον το.
-
- α) Μεταλλείο:
- (Δούκ. 3916)·
- β) (συνεκδ.) δικαίωμα εκμετάλλευσης μεταλλείου:
- το της στυπτηρίας μέταλλον λαβών (αυτ. 20915).
[αρχ. ουσ. μέταλλον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- α) Μεταλλείο: