Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλλον
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέλλον το [mélon] Ο53 : ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν. ANT παρελθόν: Άμεσο / κοντινό / μακρινό / απώτερο ~. Στο εγγύς* ~. Στο ~ το λάθος αυτό να μην επαναληφθεί. Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει το ~! α. τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον: Άγνωστο / άδηλο / σκοτεινό ~. Προβλέπει το ~ με τα άστρα / με τα χαρτιά / με το φλιτζάνι. Tο ~ θα δείξει αν έχεις δίκιο. Tο ~ θα με δικαιώσει. β. η μελλοντική εξέλιξη κάποιου: Tο ~ της Ελλάδας / της φυλής μας / των παιδιών μου / της επιστήμης / της ανθρωπότητας. Tο ~ προβλέπεται λαμπρό / δε φαίνεται καθόλου ρόδινο. Σκέφτομαι / φροντίζω / εξασφαλίζω / καταστρέφω το ~ μου. || για μέλλον ευνοϊκό: Επάγγελμα με / χωρίς ~. (έκφρ.) πάει για ~, για κτ. μόνιμο, ιδίως για γάμο. κτ. έχει ~, για ευνοϊκή ή μακροχρόνια εξέλιξη.

[λόγ. < αρχ. μέλλον, ουδ. μεε. του ρ. μέλλω (δες στο μέλλει)]

[Λεξικό Κριαρά]
μέλλον το.
  • 1) Μέλλον, πεπρωμένο:
    • (Ερμον. H 249
    • φρ.
      • (1) διατάσσω τα μέλλοντα = ορίζω, καθορίζω το μέλλον:
        • (Φαλιέρ., Λόγ. 9
      • (2) σκοπεύω το μέλλον = προσέχω, προνοώ για κ. που θα συμβεί:
        • (Διγ. Gr. 2834).
  • 2) Το αμεσότατο μέλλον, κ. που πρόκειται να συμβεί αμέσως:
    • το μέλλον γαρ παρεκφυγείν ο χρόνος ουκ αφήνει (Καλλίμ. 1273).

[αρχ. ουσ. μέλλον. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέλλοντας ο [mélondas] Ο5 : (γραμμ.) ρηματικός χρόνος που δηλώνει ότι κτ. θα γίνει, θα γίνεται ή θα έχει γίνει στο μέλλον: Aπλός / συντελεσμένος ~. Ο απλός ~ διακρίνεται σε στιγμιαίο και εξακολουθητικό. Ο ~ στα νέα ελληνικά σχηματίζεται με το “θα”.

[λόγ. < ελνστ. μέλλων, αιτ. -οντα, αρχ. σημ.: `που πρόκειται να συμβεί, το μέλλον΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελλοντικός -ή -ό [melondikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μέλλον και ιδίως που αναφέρεται ή που ανήκει σ΄ αυτό: Mελλοντικοί στόχοι. Mελλοντικά σχέδια. Mελλοντική ημερομηνία. Kάνει αποταμίευση για να μπορεί να καλύπτει απρόβλεπτες μελλοντικές ανάγκες. || (γραμμ.) μελλοντικοί χρόνοι, ο απλός μέλλοντας και ο συντελεσμένος μέλλοντας. μελλοντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μελλοντ- (μέλλων) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελλοντολογία η [melondolojía] Ο25 : σύνολο ερευνών και γνώσεων που αφορούν τη μελλοντική εξέλιξη του κόσμου.

[λόγ. μελλοντ- (μέλλον) -ο- + -λογία μτφρδ. αγγλ. futurology]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελλοντολόγος ο [melondolóγos] Ο18 θηλ. μελλοντολόγος [melondolóγos] Ο35 : αυτός που είναι ειδικός στη μελλοντολογία.

[λόγ. μελλοντ- (μέλλον) -ο- + -λόγος μτφρδ. αγγλ. futurolo gist· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
μελλονύμφη η.
  • Αυτή που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί:
    • (Δούκ. 5924).

[<μελλο‑ + ουσ. νύμφη. Η λ. σε επιγρ. και στο Du Cange. Τ. μελλό‑ σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελλόνυμφος ο [melónimfos] Ο19 θηλ. μελλόνυμφη [melónimfi] Ο (βλ. Ε5) (συνήθ. πληθ.) : για άντρα ή για γυναίκα που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί.

[λόγ. < αρχ. μελλόνυμφος (ιδ. για τη γυναίκα)· λόγ. μελλόνυμφ(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες