Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελάς ο [melás] Ο1 : (λαϊκότρ.) παραγωγός ή έμπορος μελιού.
[μέλ(ι) -άς]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλας, επίθ.· θηλ. μελαίνη.
-
— Βλ. και μέλαν.
- Μαύρος· μελαψός, μελαχρινός (εδώ προκ. για το χρώμα του δέρματος):
- το μέλαν … χρώμαν των Αιγυπτίων (Λίβ. Sc. 1564).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Μαύρο χρώμα:
- οφρύν είχε κατάμαυρον, άκρατον δε το μέλαν (Διγ. Gr. 1305)·
- φρ. μεταβαίνω ή μετατρέπομαι εις το μέλαν = μαυρίζω, σκοτεινιάζω· σκυθρωπιάζω:
- (Ερμον. Η 337, 182).
- 2) (Στον εν. και πληθ. κατά παράλ. του ουσ. ένδυμα ή φόρεμα, κ.τ.ό.)
- α) μαύρο πένθιμο ένδυμα:
- εζήτησεν τας χώρας ως μέλαν να φορέσουσιν (Καλλίμ. 1519)·
- β) προκ. για τη μοναχική ενδυμασία, το μοναχικό σχήμα:
- κείρεται την κόμην και αμφιέννυται τα μέλανα (Δούκ. 6926).
- α) μαύρο πένθιμο ένδυμα:
- 1) Μαύρο χρώμα:
[αρχ. επίθ. μέλας. Το θηλ. ‑αινα και σήμ. ιδιωμ.]
- Μαύρος· μελαψός, μελαχρινός (εδώ προκ. για το χρώμα του δέρματος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέλας -αινα -αν [mélas] Ε : (λόγ.) μαύρος: Ο ~ ζωμός, ονομασία φαγητού των νέων της αρχαίας Σπάρτης. || (σε γεωγραφικές ονομασίες): Ο Mέλας Δρυμός.
[λόγ. < αρχ. μέλας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελάσα η [melása] Ο25 : σκουρόχρωμο, γλυκό και πυκνόρρευστο υγρό που δημιουργείται κατά την κρυσταλλοποίηση της ζάχαρης: ~ από τεύτλα / από ζαχαροκάλαμο.
[ιταλ. melassa ή γαλλ. melass(e) -α]