Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέγαρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέγαρο το [méγaro] Ο40 : 1. μεγάλο και πολυτελές οικοδόμημα: Tο ~ της Bουλής / της Γερουσίας. Προεδρικό / δικαστικό ~. || ~ μουσικής. 2. (αρχαιολ.) η κεντρική αίθουσα του μυκηναϊκού ανακτόρου· (πρβ. μέλαθρο).

[λόγ. < αρχ. μέγαρον & σημδ. ιταλ. palazzo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες