Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάχαιρα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάχαιρα η [máxera] Ο27 : (λόγ.) μαχαίρι, ιδίως μεγάλο.

[λόγ. < αρχ. μάχαιρα]

[Λεξικό Κριαρά]
μάχαιρα η.
  • Μεγάλο μαχαίρι, σπαθί:
    • (Προδρ. III 260), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50212
    • (σε ιδιάζ. χρ.):
      • μάχαιρα του Άδου (Ερμον. Υ 342
      • μάχαιραν πνευματικήν (Ιστ. Βλαχ. 1682).

[αρχ. ουσ. μάχαιρα]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαίρα η.
  • Μεγάλο μαχαίρι, σπαθί:
    • τ' Αγιού Γιαννιού την κεφαλήν να κόψουν με μαχαίρα (Δεφ., Λόγ. 648· Λίμπον. 358).

[<ουσ. μαχαίρι(ν) + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαιρά η,
βλ. μαχαιριά.
[Λεξικό Κριαρά]
μαχαιράκι(ν) το.
  • Μικρό μαχαίρι:
    • άλλες με τα μαχαιράκια … μαδίζουν τα φρυδάκια (Συναξ. γυν. 522).

[<ουσ. μαχαίρι(ν) + κατάλ. ‑άκι(ν). Η λ. (‑ι) στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες