Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάστορης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάστορης ο [mástoris] Ο12 : ο μάστορας, ιδίως στη ΦΡ βρίσκω το μάστορή μου / το μάστορά μου, υποκύπτω σε κπ. ή χάνω από κπ. ανώτερο από μένα.

[μσν. μάστορης < μάστορ(ας) μεταπλ. -ης]

[Λεξικό Κριαρά]
μάστορης ο,
βλ. μάστορας.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες