Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάστορας
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάστορας ο [mástoras] Ο5 προφ. πληθ. και μαστόροι θηλ. μαστόρισσα [mastórisa] Ο27α : 1α. ειδικός τεχνίτης: Έμαθε την τέχνη κοντά σε καλό μάστορα. Tο ρολόι μου δε δουλεύει καλά· θέλει μάστορα. || (λαϊκότρ.) χτίστης: Παλιό γεφύρι χτισμένο από Hπειρώτες μαστόρους. β. ο επικεφαλής ομάδας μαστόρων που δουλεύουν μαζί· αρχιτεχνίτης: Mπήκε στη δουλειά ως βοηθός κι έφτασε να γίνει ~. γ. (οικ.) για κάθε επαγγελματία ιδίως ως προσφώνηση: Πόσο κάνουν τα καρπούζια, μάστορα; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ ικανός ή επιδέξιος σε κτ.: Είναι ~ στη δουλειά του / στην τέχνη του / στην πολιτική / στο εμπόριο / στην κλεψιά / στο τάβλι. Θα τα καταφέρει, γιατί είναι ~ σε κάτι τέτοια. ΦΡ βρίσκω το μάστορά μου / το μάστορή μου, υποκύπτω σε κπ. ή χάνω από κπ. ανώτερο από μένα.

[μσν. μάστορας < *μαΐστορας (αποβ. του μεσοφ. [j] ) < *μαγίστορας < ελνστ. μαγίστωρ, αιτ. -ορα < λατ. magister `δάσκαλος, “δάσκαλος” στην τέχνη του΄ (δες και στο μάγιστρος)· μσν. μαστόρισσα < μάστορ(ας) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
μάστορας (I) ο· μάστορης· μάστορος· άκλ. μάστρε· μάστρος· γεν. μαστόρου· πληθ. μαστόροι.
— Βλ. και μάγιστρος, μαγίστωρ ,μαΐστορος.
  • 1)
    • α) Έμπειρος γνώστης μιας τέχνης, τεχνίτης:
      • καλοί μαστόροι των καραβίων (Σουμμ., Ρεμπελ. 158· Ερωτόκρ. Β́ 99
    • β) αρχιτεχνίτης:
      • εγενόμην μάστορας, τους άλλους να διατάσσω (Σαχλ., Αφήγ. 63
    • γ) (μεταφ.) αυτός που είναι επιτήδειος, δεξιοτέχνης:
      • της αντρειάς ο μάστορας (Ερωτόκρ. Β́ 1418
      • ο μάστορας ο ζαριστής (Σαχλ. Á PM 172).
  • 2) (Ως τιμητικός τίτλ.) άρχοντας, αξιωματούχος:
    • πρίχου να φτάξουν άρχοντες, πρίχου μαστόροι να 'λθου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5335).
  • 3) Δάσκαλος· καθοδηγητής:
    • είς μαθητής … πέρασε τον μάστορα στης γιατρικής τα πάθη (Ριμ. Απολλων. [984]· Ξόμπλιν φ. 135v).
  • 4) Ο τ. μάστρος και εκφρ. μέγας μάστορας/μάστορος/μάστρος και μάστορος του κανόνος = ο «μέγας μάγιστρος», ο αρχηγός δυτικού μοναχικού και στρατιωτικού τάγματος:
    • ο μάστρος του Τέμπλου (Μαχ. 1832· Αχέλ. 166), (Μαχ. 126
    • τον μέγαν μάστρον του Σπιταλλίου (Μαχ. 1418· Ασσίζ. 947).
  • Φρ. Βρίσκω τον μάστορήν μου = βρίσκω τον ικανό να με συνετίσει:
    • (Ιστ. Βλαχ. 279).

[<ουσ. μαΐστωρ ‑ορας. Ο τ. μάστρε <παλαιότ. γαλλ. maistre. Ο τ. μάστρος <ιταλ. mastro. Η λ. (Βλάχ.) και ο τ. ‑ης (Somav.) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μάστορας (II) ο.
  • Ο βορειοδυτικός άνεμος, ο μαΐστρος· το αντίστοιχο σημείο του ορίζοντα:
    • (Πορτολ. Α 1713
    • προς τον μάστορα στέκει ένα βουνίν στρογγυλόν (αυτ. Α 1913).

[το ουσ. μάστορας (I) με επίδρ. του μαΐστρος (βλ. ά. II)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες