Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάρμαρο
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάρμαρο το [mármaro] Ο42 : σκληρό κρυσταλλικό πέτρωμα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην οικοδομική: Λατομείο / κατεργασία μαρμάρου. Άσπρο / χρωματιστό ~. Άγαλμα / κολόνα από ~. Άσπρος / λείος / κρύος σαν ~. ΦΡ στήθος ~, για γερό αντρικό στήθος. || (επέκτ.) για μαρμάρινο έργο τέχνης: Tα ελγίνεια* μάρμαρα. || (μτφ., για πρόσ.): Έμεινε ~, μαρμάρωσε.

[ελνστ. μάρμαρον τό < αρχ. μάρμαρος ὁ]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαρογεγλυμμένος, μτχ. επίθ.
  • Φτιαγμένος με σκαλιστό μάρμαρο:
    • αγία τράπεζα … μαρμαρογεγλυμμένη (Παϊσ., Ιστ. Σινά 592).

[<ουσ. μάρμαρο(ν) + μτχ. παρκ. του γλύφω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαροθεμέλιωτος, επίθ.
  • Που έχει μαρμάρινα θεμέλια:
    • λότζαν … μαρμαροθεμέλιωτην (Βεν. 54).

[<ουσ. μάρμαρο(ν) + θεμελιώνω (πβ. θεμελιωτός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμαροθέτημα το [marmaroθétima] Ο49 : 1. επιφάνεια τοίχου ή δαπέδου που έχει διακοσμητικά σχέδια καμωμένα με μαρμάρινες πλάκες. 2. (λόγ.) μωσαϊκό.

[λόγ. μάρμαρ(ον) -ο- + -θέτημα < -θετ(ώ) -ημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμαροκονίαμα το [marmarokoníama] Ο49 : κονίαμα που, αντί για άμμο, περιέχει μαρμαρόσκονη.

[λόγ. μάρμαρ(ον) -ο- + κονίαμα (πρβ. ελνστ. μαρμαροκονία)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαροκουβουκλοσκέπαστος, επίθ.
  • Που βρίσκεται κάτω από μαρμάρινο θόλο:
    • προς τα πλάγια … οι Αποστόλοι, μαρμαροκουβουκλοσκέπαστοι και μαρμαροκτισμένοι (Βεν. 31).

[<ουσ. μάρμαρο(ν) + επίθ. κουβουκλοσκέπαστος]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαροκτισμένος, μτχ. επίθ.
  • Φτιαγμένος από μάρμαρο:
    • (Βεν. 31).

[<ουσ. μάρμαρο(ν) + μτχ. παρκ. του κτίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μάρμαρον το· μάρμαρο.
  • 1) Είδος πετρώματος, το μάρμαρο:
    • μάρμαρον ήτο πράσινον και ην λελατομημένον (Λίβ. P 2729).
  • 2) Μαρμάρινο άγαλμα:
    • (Χρον. Τόκκων 3357
    • μάρμαρον αντίς αυτόν εστέσαν να θυμούνται (Ριμ. Απολλων. [258]).
  • 3) Προκ. για ταφόπλακα:
    • πάρε μάρμαρο και τ' όνομά μου γράψε (Ch. pop. 421).
  • Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πανάρ. 769).

[μτγν. ουσ. μάρμαρον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαροπλουμισμένος, μτχ. επίθ.
  • Διακοσμημένος με μάρμαρο:
    • τραπέζιν θαυμαστόν, μαρμαροπλουμισμένον (Ιμπ. (Legr.) 594).

[<ουσ. μάρμαρο(ν) + μτχ. παρκ. του πλουμίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμαρόσκονη η [marmaróskoni] Ο32 : σκόνη από μάρμαρο που χρησιμοποιείται ιδίως ως οικοδομικό υλικό: Παραγωγή μαρμαρόσκονης.

[μάρμαρ(ο) -ο- + σκόνη]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες