Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάνδρα η· μάντρα.
-
- 1)
- α) Περίφραγμα, περίβολος:
- (Φυσιολ. 34013)·
- β) μαντρί, στάνη, στάβλος:
- πάγαινε στην μάνδρα την δική μου και διάλεξε το κάλλιο μου ταυρί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1103]).
- α) Περίφραγμα, περίβολος:
- 2) Φωλιά:
- αποταμιεύσει (ενν. ο μύρμηξ) τους κόκκους εις την εαυτού μάνδραν (Φυσιολ. 34918).
- 3) (Εκκλ., μεταφ.)
- α) εκφρ. θεία και επουράνια μάνδρα = προκ. για τον παράδεισο:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 15820)·
- η μάνδρα (της εκκλησίας) του Χριστού = προκ. για την Εκκλησία (πβ. ποίμνη):
- (Χρονογρ. 245), (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1016)·
- β) μοναστήρι:
- (Χρησμ. I 105), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 350).
- α) εκφρ. θεία και επουράνια μάνδρα = προκ. για τον παράδεισο:
[αρχ. ουσ. μάνδρα. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μανδραγόρα η· μανδραγούρα· μαντραγούρα.
-
- 1) Μανδραγόρας· φυτό με φαρμακευτικές και μαγικές ιδιότητες:
- σπέρμα μανδραγόρας (Ορνεοσ. αγρ. 54726· Φυσιολ. (Kaim.) 120c6).
- 2) (Σκωπτ.) μάγισσα, «στρίγκλα»:
- συνήχθησαν αι γείτονες …, αι μανδραγούραι … και πρωτοκουρκουσούραι (Προδρ. I 211).
[<αρχ. ουσ. μανδραγόρας με αλλαγή γένους. Η λ. στο Steph.]
- 1) Μανδραγόρας· φυτό με φαρμακευτικές και μαγικές ιδιότητες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανδραγόρας ο [manδraγóras] Ο3 : ποώδες φυτό με σαρκώδη καρπό και μεγάλα ωοειδή φύλλα, γνωστό για τις ναρκωτικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες: Παλαιότερα πίστευαν ότι η ρίζα του μανδραγόρα έχει μαγικές ιδιότητες εξαιτίας του σχήματός της που μοιάζει με το ανθρώπινο σώμα.
[λόγ. < αρχ. μανδραγόρας]
[Λεξικό Κριαρά]
- μανδράγορον το.
-
- Μανδραγόρας:
- δένδρον μανδράγορον καλούμενον (Φυσιολ. 3652).
[<ουσ. μανδραγόρα με αλλαγή γένους]
- Μανδραγόρας:
[Λεξικό Κριαρά]
- μανδραγούρα η,
- βλ. μανδραγόρα.
[Λεξικό Κριαρά]
- μανδράκι το· μαντράκι.
-
- Μικρό λιμάνι:
- Η Κορώνη … μέσα από τον μόλο έχει ένα μαντράκι διά ξύλα μικρά (Πορτολ. Α 21422).
[<ουσ. μάνδρα + κατάλ. ‑άκι. Τ. ‑ιον σε έγγρ. του 13.-14. αι. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, κ.α.)]
- Μικρό λιμάνι: