Παράλληλη αναζήτηση
54 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλαγάνας ο [malaγánas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) & μαλαγάνα η [malaγá na] Ο25α : (οικ.) για άνθρωπο που με υποκριτικές εκδηλώσεις και κολακείες προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του· (πρβ. γαλίφης): Έτσι ~ που είναι αποκλείεται να μην του δώσεις ό,τι σου ζητήσει. Mεγάλη μαλαγάνα αυτός ο φίλος σου.
[ίσως ισπαν. malagana `λιποθυμία΄ & -ς]
- μαλαγανιά η [malaγaná] Ο24 : η ενέργεια ή γενικά η συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το μαλαγάνα· (πρβ. γαλιφιά): Άσε τις μαλαγανιές, γιατί αυτές δεν περνούν σ΄ εμένα.
[μαλαγάν(α) -ιά]
- μαλαγή η.
-
- Μάλαξη, επεξεργασία μιας κατασκευής· κατασκεύασμα:
- οι Έλληνες … εποίησαν τον ίππον …, την μαλαγήν της τέχνης (Πόλ. Τρωάδ. 12042).
[<μαλάσσω. Τ. μαλαή και ‑άη σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ. Η λ. τον 6. αι. (Lampe)]
- Μάλαξη, επεξεργασία μιας κατασκευής· κατασκεύασμα:
- μάλαγμα το· μάλαγμαν· μάλαμα· μάλαμαν.
-
- Ά Μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα:
- Μάλαγμα. Σμύρναν … και αλόην … μίξας … επιτίθει (Ιερακοσ. 4909).
- Β́
- 1) Κράμα μετάλλων ή κατεργασμένο μέταλλο (χρυσάφι):
- κοκκινόβαφη ζωστήρα συν μαλάγματος χρυσίου (Ερμον. Μ 129).
- 2)
- α) Χρυσάφι:
- κομπία … από καθαρόν μάλαγμαν (Διγ. Άνδρ. 3476·)>
- κιντηνάρια μάλαμα έως τα πεντακόσια (Αλεξ. 492)·
- β) (συνεκδ.) θησαυρός:
- το μάλαμαν του Δαρείου (Διήγ. Αλ. G 28230).
- α) Χρυσάφι:
- 1) Κράμα μετάλλων ή κατεργασμένο μέταλλο (χρυσάφι):
[μτγν. ουσ. μάλαγμα· στη σημασ. Β́ <συριακό mālagmā (για τη σημασιολογική εξέλιξη, κ.ά. βλ. Καραποτόσογλου 1985: 146-57. Ο τ. ‑αμα στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑αμαν και σήμ. κυπρ. Η λ. και τ. και σήμ. ποντ.]
- Ά Μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα:
- μαλαγματένιος, επίθ.· μαλαγματένος· μαλαματένιος· μαλαματένος.
-
- 1) Κατασκευασμένος από μάλαμα, χρυσός:
- ξίφος … συν μαλαγματένῃ θήκῃ (Ερμον. Μ 126).
- 2) (Ως προσφών.) πολύτιμος, ακριβός:
- μαλαματένη μου (ενν. φουδούλα) (Ριμ. κόρ. 668).
[<ουσ. μάλαγμα + κατάλ. ‑ένιος. Ο τ. μαλαμ‑ στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. μαλαματένος και σήμ. ποντ.]
- 1) Κατασκευασμένος από μάλαμα, χρυσός:
- μαλαγμάτινος, επίθ.
-
- Κατασκευασμένος από μάλαμα, χρυσός:
- εγκόλπιον μαλαγμάτινον (Notizb. 9).
[<ουσ. μάλαγμα + κατάλ. ‑ινος]
- Κατασκευασμένος από μάλαμα, χρυσός:
- μαλαγματώνω· μαλαματώνω.
-
- Επιχρυσώνω· κάνω κ. χρυσό:
- η κοιλία του (ενν. του ορνιθιού) είν’ μαλαματωμένη (Αιτωλ., Μύθ. 1354).
[<ουσ. μάλαγμα + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ.]
- Επιχρυσώνω· κάνω κ. χρυσό:
- μαλάζω [malázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. (ιδ. για κτ. μαλακό) το πιέζω με τα χέρια μου με αποτέλεσμα να αλλάζει μορφή ή να γίνεται μαλακότερο· μαλάσσω: ~ το κερί / τον πηλό / την πλαστελίνη. β. (λογοτ.) αγγίζω ή ψηλα φώ κτ. 2. (μτφ., λογοτ.) καλμάρω, καταπραΰνω: ~ το θυμό κάποιου.
[μσν. μαλάζω < αρχ. μαλά(σσω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. μαλαξ-]
- μαλαθόσπορος ο,
- βλ. μαραθόσπορος.
- μάλαθρον το,
- βλ. μάραθον.