Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάγια
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάγια η [mája] Ο25α : ολόσωμη εφαρμοστή φόρμα που φορούν συνήθ. οι χορευτές.

[ίσως γαλλ. maill(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάγια τα [mája] Ο44α : 1. κάθε ενέργεια ή μέσο που χρησιμοποιείται για να ασκήσει κανείς μαγεία καθώς και τα αποτελέσματα, συνήθ. βλαβερά, που φέρνει: Kάνω ~. Δένω κπ. με ~. ANT (του) λύνω τα ~. Tου έκανε ~ για να τον καταφέρει να παντρευτεί την κόρη της. || η μαγεία: Πιστεύει στα ~. 2. (μτφ., λογοτ.) καθετί που προσελκύει ή γοητεύει· θέλγητρο: ~ του δειλινού / της άνοιξης.

[μσν. μάγια ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μάγιος (< μάγ(ος) -ιος) (πληθ. κατά τα μαγικά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγιά η [majá] Ο24 : 1. κάθε υλικό που χρησιμοποιείται ως ένζυμο, που προκαλεί δηλαδή ζύμωση: ~ για ψωμί, προζύμι. Πιάνω ~, την προετοιμάζω. ~ της μπίρας, υλικό που χρησιμοποιείται στη ζύμωση της μπίρας. || ~ για τυρί / για γιαούρτι, υλικό που βάζουν στο γάλα για να πήξει· πυτιά. 2. (μτφ.) το πρώτο και βασικό στοιχείο σε μία διαδικασία: Οι κλέφτες και οι αρματολοί έγιναν η ~ της επανάστασης του 1821. ΦΡ έχω ~ ή πιάνω ~, ιδίως για το αρχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης.

[τουρκ. maya]

[Λεξικό Κριαρά]
μάγια τα.
  • 1) Μέσα ή ενέργειες με μαγική επίδραση, μάγια:
    • (Καλλίμ. 2480
    • νομίζω μάγια μ' έκαμες και πάντα σε θυμούμαι (Ερωτοπ. 62).
  • 2) Σχέδια, προθέσεις:
    • του πασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του μάγια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34226).

[<ουσ. μαγεία με αλλαγή γένους. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγιάτικος -η -ο [majátikos] Ε5 : 1. που έχει σχέση με το μήνα Mάιο και ιδίως που γίνεται κατά τη διάρκειά του: ~ γάμος. Mαγιάτικο λουλούδι. Mαγιάτικες βροχές. 2. (ως ουσ.) το μαγιάτικο: α. ονομασία ψαριού που το ψαρεύουν ιδίως κατά το Mάιο. β. χαρακτηρισμός λουλουδιών που ανθίζουν κατά τον ίδιο μήνα.

[Μά(ης) -ιάτικος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (τροπή [i > j] πριν από άλλο φων., σύγκρ. ιατρός > γιατρός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες